Ένα παιδί κοιτάει τ' άστρα (reload)
Γιατί βαριέται να τα μετρήσει...
26 Ιουλίου 2023, 01:53
Επιτελικές αλήθειες


Συζητήσεις ήπιας καθημερινότητας στα σόσιαλ μίδια, εναρμονισμένες στο ελληνικό καλοκαίρι…

-        Φίλε έχουν καεί τα πάντα σου λέω! Τι ν’ αυτό το πράμα κάθε καλοκαίρι, αλλά εγώ ξέρω ποιοι τα κάνουν!

-        Ποιοι τα κάνουν ρε μάστορα; Κι εγώ γιατί δε ξέρω;

-        Γιατί εγώ έχω ξαδερφάκι στη Ρόδο που δουλεύει εκεί τώρα και τ άκουσε όλα!

-        Και πού δουλεύει το ξαδερφάκι σου;

-        Στις ξαπλώστρες και άκου να δεις τι μου είπε: O Μιζοτάκης τα έχει βρει με τον Βραδυνογιάννη, το Μαριδάκη και τον Αφραγκούζο και θα βάλουν λέει παντού ανεμογεννήτριες. Άκουσε συζήτηση στην πισίνα που ο γαμπρός του πρώην άντρα της αδερφής ενός μπράβου του Μιζοτάκη έπινε κοκτέηλς με τον δευτερανιψιό της Κατερίνας Καινούργιου που είχε πάει διακοπές με το γιο του Μαριδάκη πριν καμιά δεκαετία. Είναι γνωστά αυτά, το ξέρουν και οι πολιτικοί!

-        Κι αφού το ξέρουν, γιατί δεν έκαναν κάτι;

-        Γιατί τα παίρνουν φιλαράκι!

-        Όλοι τα παίρνουν; Ένας που δεν τα πήρε γιατί δεν είπε τίποτα;

-        Γιατί φοβάται φιλαράκι.

-        Δηλαδή τα ήξεραν οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, το ξαδερφάκι σου στις ξαπλώστρες, εσύ, μόνο εγώ στην κοσμάρα μου;

-        Και το 41% ήξερε αλλά έκανε την πάπια φιλαράκο, αντάλλαξαν τις πυρκαγιές με τις επιστρεπτέες προκαταβολές.

-        Τι λε ρε μάστορα, και αυτά τα ξέρετε όλοι, και το 41% και οι πολιτικοί, και οι επιχειρηματίες, και ο ξαπλώστρας, και εσύ, εκτός από μένα!

-        Ο,τι σου λέω!

-        Και στην Κέρκυρα, και στο Πήλιο, και στο Αίγιο και στην Εύβοια και στην Αττική είναι πίσω ο Μιζοτάκης και το 41%;

-        Φυσικά, θέλουν να διαλύσουν την Ελλάδα και παντού να βάλουν ανεμογεννήτριες.

-        Μα ήδη υπάρχουν πολλές, χωρίς να έχουν καεί δάση και κόσμος. Γιατί δεν το συνεχίζουν έτσι; Αφού δεν τους λέει κανείς τίποτα.

-        Αχ βαθιά που είσαι νυχτωμένος! Άκου, έχω ένα φιλαράκι που δουλεύει σε κατάστημα με ανεμιστήρες στη Δραπετσώνα και μου άνοιξε τα μάτια, αυτός ξέρει, είναι μέσα στα πράματα. Μεγαλώνει το κόστος αν τη βάλουν σε κανονικό δάσος. Οπότε καίνε τα πάντα και είναι φτηνότερα!

-        Τι λε ρε παιδί μου… Δηλαδή αν δεν είχε βγει ο Μιζοτάκης στις εκλογές, θα ήμασταν μια χαρά!

-        Τι σου λεω; Φυσικά.

-        Και γιατί το 2018 που δεν ήταν ο Μιζοτάκης  κάηκαν τα πάντα;

-        Φωτιές- προβοκάτσια του 41%.

-        Τι λες βρε παιδί μου…

-        Τον έφαγαν  δηλαδή τον Αλέξη τα διαπλεκόμενα.. Ήταν γνωστά αυτά τα ξέραμε όλοι.

-        Πάλι τα ξέρατε όλοι εκτός από μένα;

-        Είχα ένα γνωστό σε δημοσκοπική εταιρεία, και ενώ ήταν έτοιμη να βγει δημοσκόπηση που έδειχνε το Σύριζα μπροστά 3%, δεν την έβγαλαν, άσε είπανε, τη Δευτέρα να τη βγάλουμε καλύτερα. Γιατί τη Δευτέρα; Να έχει προηγηθεί η φωτιά, να πάρουν τηλέφωνα στο Μάτι τι ψηφίζουν , να βγει μπροστά ο Μιζοτάκης. Τι κάνει νιάου νίαου στα κεραμίδια…

-        Αυτά τα ήξερε το 36% που ψήφισε Τσίπρα; Τα αντάλλαξε με κάτι;

-        Πού να τα ξέρει ρε φίλε; Τι να ανταλλάξουν; Ααααα πολύ συνομωσιολόγος μου βγήκες! Δεν πάτε καλά εσείς οι νεοταξίτες!

-        (γκλουπ)

 

-         

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
19 Ιουλίου 2022, 19:12
Ο Μίλτος και το σύστημα


Ο Μίλτος, δούλευε ως βοηθός υδραυλικού στον κυρ- Αναστάση που είχε εργαστήριο ημιυπόγειο κάπου στον Κολωνό, με κατ’ οίκον επισκέψεις στα σπίτια του κοσμάκη αν τυχόν ξεμένανε με το σιφόνι του νιπτήρα στο χέρι, ή ο θερμοσίφωνας  τους προετοίμαζε για σκωτσέζικα ντους, δηλαδή έμπαιναν να κάνουν ένα ζεστό μπανάκι  και έβγαιναν σαν πιγκουίνοι της Μαδαγασκάρης. Ταυτόχρονα όμως το εργαστήριο του Κολωνού αναλάμβανε και πολυκατοικίες, ενώνοντας το νερό του ισογείου με τον 6οόροφο, για να μπερδεύονται οι λογαριασμοί, να τσακώνονται οι νοικοκυραίοι στις συνελεύσεις των πολυκατοικιών έτσι για να υπάρχει σασπένς και να αναβαθμιστεί ο θεσμός.

Οι κλήσεις έπεφταν βροχή και το κατσαβίδι του Μίλτου είχε πάρει φωτιά που αν είχε στόμα θα του ζητούσε αύξηση. Όμως ο Μίλτος παρέμενε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του, στα κατώτατα επίπεδα μισθού με αποτέλεσμα μετά τις 20 του μηνός να τη στήνει στο μπαλκόνι και να πετάει πετονιά μπας και ψαρέψει κανενός ντιλιβερά την πραμάτεια που έσκαγε από κάτω με το κουτί σηκωμένο να μοιράσει φαγάκι στον κόσμο.  

Με λίγα λόγια όλο το χρήμα το μάζευε ο κυρ- Αναστάσης, ο οποίος σα γνήσιος Έλλην που είχε κάνει γερά το κουμάντο του,  έβριζε την τύχη του από το πρωί ως το βράδυ για τις εφορίες, τους λογαριασμούς που τον βγάζουν μείον, έτσι για να μη δίνει στίγμα. Την ίδια ώρα έχτιζε το διώροφο για την κόρη του, της αγόρασε και ένα σκυλί για να μην έχει πολλά- πολλά με άντρες και να μιλάει με τον τοίχο, της αγόρασε κι ένα αυτοκίνητο τσέπης για να μην απομακρύνεται πολύ και να χωράει μέσα ίσα- ίσα το τσαντάκι της, της αγόρασε και έπιπλα για να προπονείται ο σκύλος στο παρκούρ,  της πήρε κι ένα πενταώροφο ψυγείο για να πηγαίνει ασορτί με τις κρύες νύχτες του χειμώνα, της αγόρασε και παντόφλες με φάτσα αρκούδου για να έχει ο σκύλος ανταγωνισμό, της έβαλε και θέρμανση υπερσύγχρονη ώστε να μην ξεκολλάει από το σπίτι και όλα αυτά να εξελίσσονται πάνω σε χαλιά Περσίας για να μην παρεξηγηθεί με τον σκύλο που ήθελε πάνω απ’ όλα ποιότητα στη συγκατοίκηση.

Ο Μίλτος δεν άντεχε άλλο, είχε ξεμείνει από ευρώ, από καλαμάκια για τον φραπέ και από υπομονή και αποφάσισε να μιλήσει στο αφεντικό του για μια γενναία αύξηση που θα τον έκανε να βλέπει το σουβλάκι ως σουβλάκι κι όχι σαν το παγκόσμιο κύπελλο.

-          Κυρ Αναστάση θέλω να μιλήσουμε.

Ο κυρ Αναστάσης, πονηρός και προμελετημένος, περίμενε μήνες αυτή την κουβέντα και είχε προετοιμάσει κατάλληλα τις απαντήσεις του, σαν παίχτης σε ριάλιτι.

-          Τώρα είναι ώρα δουλειάς, δεν είναι ώρα για σαχλαμαροκουβέντες,  θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή! Είπε μιλώντας ουδέτερα για να δείξει τάχα αφοσιωμένος στη δουλειά του και να του κόψει τον αέρα.

-          Κυρ Αναστάση αφορά τη δουλειά, αλλιώς δε θα σε απασχολούσα πρωινιάτικα! Είναι σημαντικό!

Ο πρόλογός του δεν άφηνε περιθώρια στον κυρ Αναστάση να τον ξαναδιακόψει, πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε από το ντουλάπι του μυαλού του τις έτοιμες απαντήσεις του, έριξε και μια πλάγια ματιά στο συρτάρι που φυλάει τους λογαριασμούς που θα τα χρησιμοποιήσει αν χρειαστεί ως αδιάψευστα τεκμήρια των απόψεών του, «εντάξει, είναι κοντά, με μια κίνηση τα δείχνω» σκέφτηκε και του έκανε νεύμα να ξεκινήσει να μιλάει.

-          Κυρ Αναστάση δουλεύω τρία χρόνια στο μαγαζί σου και δεν έχουμε αφήσει καζανάκι για καζανάκι απείραχτο, οι σωλήνες που έχω συνδέσει αν τους βάλουμε τον ένα πίσω απ’ τον άλλο συνδέουν με φυσικό αέριο την Ρωσία με την Ισπανία και αν οι βίδες που έχω βιδώσει ψήφιζαν θα είχα βγει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

-          Και τι θες τώρα ρε Μίλτο από μένα; Το νόμπελ Ειρήνης;

-          Όχι κυρ Αναστάση, μια αυξησούλα θα ήθελα, γιατί δεν τα βγάζω μ’ αυτά που μου δίνεις, αν συνεχίσω να παίρνω τα ίδια, σε τρεις μήνες το σπίτι μου θα το ανακηρύξει η Unesco ως κτίριο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς γιατί έχω να αλλάξω απορρυπαντικό πιάτων εδώ και δυο χρόνια, μαζεύω τις σαπουνάδες και τις βάζω σε βαζάκι για την επόμενη πλύση, σα να φυλάω τον εγκέφαλο του Αϊνστάιν. Σε λίγο το πάτωμα από την έλλειψη καθαριότητας θα αποκτήσει αλλεργία στη χλωρίνη και θα βγάλει σπυράκια, τα χερούλια στις πόρτες θέλουν αλλαγή κι αυτά, το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ ενωμένο δυνατό φωνάζουν, γίνεται μια επανάσταση στο σπίτι μου, σας παρακαλώ αν μπορείτε να μου δώσετε 200 ευρώ παραπάνω.

-          Άκου αγόρι μου! Νομίζεις δεν καταλαβαίνω και δε σε στηρίζω στις δυσκολίες σου; Σαν πατέρα θέλω πρώτα να με βλέπεις και μετά σαν αφεντικό! Και 200 και 300 αύξηση αν θες!

Ο Μίλτος γουρλώνει τα μάτια του. Τόσο εύκολο ήτανε; Και κάθομαι εδώ και τρία χρόνια και δεν αγοράζω ούτε κατσαριδοκτόνο για τις κατσαρίδες αλλά αρχίζω τις διαπραγματεύσεις μαζί τους μπας και αποχωρήσουν; Ο κυρ Αναστάσης όμως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του κουβέντα. Βγάζει το μπουκογυάλι που του έκανε τα μάτια του να φαίνονται σαν του Κύκλωπα, σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και συνέχισε..

-          Όμως γιε μου- έτσι μ’ αρέσει να σε λέω, γιε μου- τα πράγματα είναι πολύ στενόχωρα τώρα. Ξέρεις τι λογαριασμός μου ήρθε αυτό τον μήνα για το ρεύμα;

Με μια κίνηση αιλουροειδούς ανοίγει το συρτάρι και του πετάει το πρώτο αποδεικτικό. Αν δεν εξημερωνόταν είχε κι άλλα!

-          Να δες! 1100 ευρώ! Πώς θα τα πληρώσω αυτά μου λες; Πλέον στο σπίτι λέμε να κόψουμε και το φαγητό! Θα τρώμε μια βδομάδα, και την επόμενη θα παίρνουμε τα απομεινάρια της προηγούμενης, θα τα συνδέουμε και θα τα ξανατρώμε! Έτσι μου ‘ρχεται να πηδήξω από το παράθυρο δηλαδή!

-          Σε μονοκατοικία μένεις κυρ Αναστάση, στο ισόγειο, δε θα πάθεις και τίποτα.

-          Έτσι μου έρχεται να κοπανάω το κεφάλι μου στον τοίχο! Έτσι μου έρχεται να γεμίσω το νιπτήρα με νερό και να βουτήξω το κεφάλι μου μέσα να πνιγώ!

-          Δε γίνεται αυτό κυρ Αναστάση, νιπτήρας είναι δεν είναι πηγάδι.

-          Καταστροφή σου λέω αγόρι μου! Δηλαδή σκεφτόμουν να σου ζητήσω και δανεικά και να στα γυρίζω λίγα- λίγα μπας και γλιτώσω!

-          Τόσο άσχημα πάνε τα πράγματα δηλαδή; Μα χτες μόνο στην οικοδομή που πήγαμε, πήρατε δυόμιση χιλιάρικα… Και πήγαμε και σε δυο τρεις άλλες δουλειές…

Δεν έφτανε ο λογαριασμός του ρεύματος οπότε σκέφτεται ο κυρ Αναστάσης να βάλει μπρος τα μεγάλα μέσα. Σα τίγρης σε τσίρκο ξαναπετάει το αναγεννημένο κορμί του προς το συρτάρι και βγάζει ένα μάτσο άλλα χαρτιά για να του δείξει πως ο λογαριασμός του ρεύματος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια απλή γρατζουνιά στο γεμάτο πληγές, από λογαριασμούς, σώμα του.

-          Ξέρεις, φτιάχνω ένα σπιτάκι, τι σπιτάκι, παράγκα πες το καλύτερο, σ’ αυτό το έρμο και δυστυχισμένο πλάσμα, την κόρη μου που περιμένει από τον πατέρα της κατιτίς, απλά για να αισθανθεί ότι είναι κι αυτό άνθρωπος σαν όλους τους ανθρώπους. Λίγο τσιμεντάκι αγόρασα, μια χούφτα δηλαδή ίσα- ίσα να μην το πάρει ο άνεμος, κάτι μεταχειρισμένα κουφώματα που όχι απλά δε γυρίζουν όταν τους φωνάζεις, ούτε καν δίνουν σημασία, σα να μην υπάρχεις, κάτι ηλεκτρικές συσκευές που δουλεύουν με μανιβέλα, μαγειρεύεις στην κουζίνα και είναι σα να οδηγείς τρακτέρ, δηλαδή έτσι μου ‘ρχεται να τα παρατήσω όλα, να πάρω μια λατέρνα να κατέβω στην Ερμού και να γυρίζω πάνω- κάτω τραγουδώντας τις θαλασσιές τις χάντρες. Εκεί με καταντήσανε παιδί μου, κατάλαβες; Να δες, 7500 ευρώ ο ένας, 9000 ευρώ ο άλλος, 3500 ευρώ ο άλλος! Δες δες!

Του δείχνει τα ποσά αλλά δεν τον αφήνει να τα δει καλά γιατί πάνω είναι γραμμένες συσκευές της πιο σύγχρονης τεχνολογίας ενώ τα κουφώματα δεν είναι για σπίτι κανονικού ανθρώπου αλλά για το σπίτι του Προέδρου της Βενεζουέλας που φοβάται μη φάει καμιά ρουκέτα εκεί που κάθεται και κάνει σούζες με την κουνιστή του καρέκλα και το πούρο.

Η αλήθεια είναι ότι ο Μίλτος είχε μείνει παγωτό μ’ όλη αυτή την επιθετική πολιτική του αφεντικού του, ένα κρεσέντο συναισθημάτων και λογαριασμών που δεν του άφηνε πολλά περιθώρια. Ένοιωσε ότι αν συνεχίσει να προσπαθεί, μάλλον μείωση θα πετύχει έτσι όπως το πάει το αφεντικό του, παρά αύξηση.

Αποχώρησε σκεφτικός, ενώ ο κυρ Αναστάσης εντός του πανηγύριζε για την πρώτη του μεγάλη νίκη. Ήξερε ότι θα επακολουθήσουν κι άλλες μάχες γι’ αυτό έπρεπε να προετοιμαστεί κατάλληλα ως τότε γιατί σίγουρα ο μικρός θα επανέλθει. Όμως έπρεπε να γιορτάσει τη σημερινή του νίκη, έτσι σκέφτηκε, όχι γιατί γλίτωσε 200-300 ευρώ μηνιαία, αυτά για εκείνον ήταν ψίχουλα, αλλά γιατί κατάφερε να υποτάξει πνευματικά τον υπάλληλό του. Είναι ωραίο να κερδίζεις ρητορικά, πρώτοι το δίδαξαν αυτό οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και ο κυρ Αναστάσης για πρώτη φορά αισθάνθηκε άξιος συνεχιστής τους.

Ο Μίλτος συνέχιζε να βάζει τους θερμοσίφωνες τρεις- τρεις και να ξεβουλώνει δεκάδες μπάνια που απ τη σαπουνάδα είχανε πιάσει πουρί, συνέχιζε να κάνει ψυχολογική υποστήριξη στα πλυντήρια να μην κοπανιόνται σαν μαλακισμένα και να ξυπνάνε τον κόσμο μεσημεριάτικα, αλλά να πλένουν ήρεμα και χωρίς ιδιαίτερο άγχος, συνέχιζε να κάνει μασάζ στους σωλήνες που απ’ την υπερχρήση είχανε γίνει σαν καμινάδες της χαλυβουργικής, ώσπου ο κυρ Αναστάσης τον φωνάζει να ‘ρθει μέσα να του πει κάτι λίγο δαγκωμένα.

Η αλήθεια είναι ότι σκεφτόταν πολλή ώρα να του μιλήσει αλλά δίσταζε. Έπρεπε να πεταχτεί να κλείσει μια δουλειά σε μια οικοδομή με πολύ καλά λεφτά που την προσπαθούσε μήνες, όμως την ίδια ώρα έπρεπε να έρθουν οι οικιακές συσκευές  για το σπίτι της κόρης και κάποιος έπρεπε να παρευρίσκεται εκεί που να ξέρει. Δεν ήθελε να τον βάζει στα δικά του θέματα αλλά τα πράγματα του ήρθαν κάπως ανάποδα. Ο κυρ Αναστάσης δεν ήθελε ο μικρός να βλέπει τη χλιδή γιατί θα σηκώσει κεφάλι μετά, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή εκείνη τη στιγμή.

-          Μίλτο, θα πεταχτείς στο σπίτι της κόρης μου να παραλάβεις τις συσκευές που θα έρθουν και να τις συνδέσεις κιόλας. Βλέπεις εγώ δε μπορώ, αν δεν πάω να κλείσω τη δουλειά με τον Τομπούλογλου θα πάρει άλλος τη δουλειά και δεν πρέπει. Πετάγεσαι, τα φτιάχνεις, επιστρέφεις. Εντάξει;

Για τον Μίλτο είτε να συνδέσει το πλυντήριο της κόρης, είτε να ξεβουλώσει τον καμπινέ της Κυρά- Ευτέρπης, στα μάτια του ήταν ένα και το αυτό. Εξάλλου χαΐρι δεν έβλεπε και είχε αποφασίσει την Κυριακή που δε δούλευε, να μαζέψει τα κομμάτια του και να πάρει αποφάσεις. Γιατί καλό κι υγιές πράγμα η δουλειά, όταν όμως κόβεις το κρεατάκι και το ρίχνεις στα γαριδάκια για οικονομία, η δουλειά γίνεται βόλτα στο λούνα- Παρκ.

Τράβηξε προς το νεόκτιστο της κόρης. Το gps τον πέταξε σ’ ένα δρόμο γεμάτο κήπους και σπιτάκια μονοκατοικίες κουφέτα, σαν το σπίτι της Barbie. Σταμάτησε σ’ ένα απ’ αυτά και το gps του έδωσε μια σπρωξιά και τον πέταξε σ’ ένα κουκλόσπιτο, με το Μίλτο να αναφωνεί..

-          Ρε τον μπαγάσα!

Διέσχισε το γρασίδι που χώριζε την πόρτα του κήπου απ’ την πόρτα του σπιτιού περπατώντας πάνω στο πέτρινο δρομάκι που θύμιζε ρωμαϊκό πλακόστρωτο ενώ στο πλάι φαναράκια είχαν στηθεί για να κάνουν πιο φαντασμαγορική την είσοδο. Πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα , αλλά τι να σου κάνει ένα κλειδί, αυτή η πόρτα ζύγιζε μισό τόνο, «βαλλιστικούς πυραύλους να φύλαγε κει μέσα πιο ανθρώπινη πόρτα θα είχε βάλει!» σκέφτηκε. Μπήκε στο σαλόνι που ξεχυνόταν απ’ την είσοδο μέχρι την άααααλλη μεριά του σπιτιού που έβγαινε πάλι στον κήπο και θύμιζε περισσότερο γήπεδο τένις παρά σπίτι που θα μείνει ένας άνθρωπος. Το σαλόνι ενωνόταν με την κουζίνα που από μόνη της έκανε ολόκληρη την γκαρσονιέρα που έμενε εκείνος. Η κουζίνα που για να δουλέψει ήταν «σα να οδηγά κάποιος τρακτέρ» θύμιζε θάλαμο διαστημοπλοίου ενώ το ψυγείο μαζί με τα υπόλοιπα γύρω- γύρω θύμιζε επίσκεψη σε έκθεση οικιακών συσκευών στο «Σταύρος Νιάρχος».

Μετά ακολούθησε τη σκάλα που ανέβαινε στα υπνοδωμάτια. Προς έκπληξή του μέτρησε τέσσερα υπνοδωμάτια. «Ένα για την κόρη» σκέφτηκε, «ένα για το σκύλο, ένα για τη σκύλα που θα γνωρίσει ο σκύλος κι ένα μπαλαντέρ, όποιος κάνει οικογένεια πρώτος το παίρνει, η κόρη ή ο σκύλος».  Το δωμάτιο που θα έμενε η κόρη προκαλούσε δέος ακόμα και στην πριγκήπισσα Ράνια της Ιορδανίας. Ένα κρεβάτι που έπρεπε να περπατήσεις κανά δεκάλεπτο για να φτάσεις εκεί που έπρεπε να κοιμηθείς, μια ντουλάπα που χωρούσε μέσα το μισό δημοτικό συμβούλιο, κάτι παράθυρα σαν να σαι σε γραφείο διευθυντή ναυτιλιακής εταιρείας και ένα air- condition σαν ιπτάμενος δίσκος. Αφού σταυροκοπήθηκε, πήρε την κατηφοριά μπας και έρθουν οι φορτωτικές, για να ξεμπερδεύει.

Καθώς περίμενε, διάφορες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του αεροδυναμικά, σα να ‘χε ξυπνήσει από ένα λήθαργο χρόνων. «Εγώ του ζήτησα 200 ευρώ αύξηση, 200 ευρώ εδώ μέσα κάνει μόνο το ξυπνητήρι» σκέφτηκε. «Αυτό είναι μια χούφτα τσιμέντο; Αυτό χρειάστηκε τσιμέντο όσο το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας». Αυτές οι σκέψεις ταλάνιζαν το μυαλό του, ώσπου ακούει μέσα στην υπερβολική ησυχία της γειτονιάς, έναν ήχο μηχανής σα φτέρνισμα φωτομοντέλου και ένα αυτοκίνητο τσέπης γρήγορα να έρχεται και να παρκάρει έξω από το σπίτι- κουφέτο. Από μέσα βγαίνει μια δεσποινίς με ένα γυαλί μαύρο που κάλυπτε τα ¾ του προσώπου της, στηριγμένο πάνω σε μια μυτούλα γαλλική,  ένα σώμα ντελικάτο που αν το ακουμπούσες ενδεχομένως θα σου έμενε κομμάτι στο χέρι και ένα πόδι ευθύγραμμα σαν άσκηση γεωμετρίας. Σίγουρα δεν είχε αέρα κόρης υδραυλικού, μάλλον για την εγγονή του ιδιοκτήτη της Apple την έκανες, αλλά μόνο το ύφος της απέπνεε ένα κύρος που ανάγκασε τον Μίλτο να σηκωθεί από τη θέση που είχε αράξει για να την υποδεχτεί.

-          Είσαι ο Μίλτος; Ο βοηθός του πατέρα μου;

-          Ναι.

-          Είμαι η κόρη του, η Μάγδα. Δεν έχουμε γνωριστεί. Δε θέλω να ασχολούμαι με τις δουλειές του πατέρα μου γι’ αυτό και αποφεύγω να πατάω εκεί πέρα.

«Χαίρω πολύ» είπε ο Μίλτος που ξέχασε για λίγο τις προηγούμενες σκέψεις του, την ταλαιπωρία της ημέρας, το φορτηγό που περίμενε να ξεφορτώσει και αφέθηκε στη γλυκειά γοητεία μιας γλυκειάς γυναικείας αύρας. Παρέμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα κάνοντας την κόρη να γελάσει χαμηλόφωνα.

-          Βλέπω δεν είσαι και πολύ ομιλητικός, είσαι των πράξεων περισσότερο, καλά τα πας λέει ο πατέρας μου.

-          Ναι δεν είμαι πολύ καλός στα λόγια, οι ωραίοι λόγοι  είναι προνόμιο των πλουσίων, οι φτωχοί πρέπει να ναι πεζοί και λογικοί για να θεωρούνται αξιοπρεπείς όπως λέει και ο Όσκαρ Ουάιλντ.

Είπε ο Μίλτος αφήνοντας κόκκαλο την εύπορη κόρη που τον κοιτούσε περισσότερο μέχρι εκείνη τη στιγμή σαν υπάνθρωπο, παρά σαν κάποιον που θα μπορούσε με μια του κουβέντα να βγάλει τόσο πνεύμα όσο δέκα τζιτζιφιόγκοι με μούσι και τατουάζ που κουνάνε σαμπανιζέ τσιχλόφουσκες για πάρτη της στα μαγαζιά της παραλιακής.

-          Βλέπω έχει έναν διανοούμενο βοηθό ο πατέρας μου! Πέταξε περιπαιχτικά η κόρη.

-          Απλώς μ’ αρέσει να διαβάζω, δε μου χει μείνει και τίποτ’ άλλο… της ανταπάντησε ο μικρός.

-          Μια απελπισία βλέπω στις δηλώσεις σου ή είναι το στυλ σου για να συγκινείς; Τον ρώτησε με την ίδια λεπτή ειρωνεία.

-          Η απελπισία είναι αρρώστια πολυτελείας, την παθαίνεις όταν έχεις λύσει το πρόβλημά σου και βαριέσαι να σκεφτείς παραπάνω. Εμένα οι μέρες με κυνηγούν, και μαζί μ’ αυτές πιο ενδιαφέρουσες αρρώστιες που τουλάχιστον δε με κάνουν χαζό.

-           

Η Μάγδα παρέμεινε σιωπηλή κοιτώντας ερευνητικά το συνομιλητή της. Από τη μία έβλεπε έναν υπάλληλο χαμηλών προσδοκιών, τι άλλο θα μπορούσε να είναι στα μάτια της ένας βοηθός υδραυλικού; Από την άλλη έβλεπε μια σκέψη και ένα βάθος που δεν το συναντά κανείς σε τεχνίτες, σε άντρες γενικότερα. Σίγουρα πάντως δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Αυτήν την ακαδημαϊκού τύπου συζήτηση- έτσι όπως εξελίχτηκε- την διέκοψε βάναυσα το φορτηγό που ήρθε να ξεφορτώσει τις παραγγελίες. Ο μικρός, πέρα απ’ τα πνευματικά του προσόντα, ξεχώρισε στα μάτια της κόρης και στις ικανότητες καθώς πολύ γρήγορα τοποθέτησε, συνέδεσε και ενεργοποίησε τα πάντα μέσα στο σπίτι της, σε τέτοιο βαθμό που δεν άντεξε..

 

-          Ήσουν σούπερ! Πρέπει να στο ανταποδώσω! Το Σάββατο είναι τα γενέθλιά μου, ανοίγω το καινούργιο μου σπίτι και είσαι καλεσμένος!

 

Ο Μίλτος εξεπλάγη. «Με κάλεσε η κόρη του αφεντικού στο πάρτυ της; Και πώς θα το πάρει ο μουντρούχος ο πατέρας της; Και γιατί με κάλεσε στο πάρτυ της; Μήπως της άρεσα; Μπα, σύνελθε, αυτή γυρίζει με κάτι τύπους που έχουν κάτι μυς σα συρτάρια σιφονιέρας, εσένα τι να σε κάνει; Μπα, μάλλον για να βγάλει την υποχρέωση σε κάλεσε…». Όμως ούτε μέσα στον εσωτερικό του μονόλογο δεν ομολόγησε ότι και αυτός ήταν γοητευμένος απ’ την αιθέρια ύπαρξη με το αυτοκινητάκι τσέπης και το σπίτι- κουφέτο ονόματι Μάγδα. Και ότι τα πιο ισχυρά  συναισθήματά άρχισαν σιγά- σιγά και δειλά- δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους που θύμιζαν παίχτες της Μπαρτσελόνα σε προθέρμανση πριν από φιλικό αγώνα. Τα συναισθήματα αυτά που ήταν άκρως αντίθετα από εκείνα που έτρεφε πλέον για το αφεντικό του και την «παράγκα» του, «λιγότερα λεφτά ήθελε για να χτίσει την πυραμίδα του Χέοπα» σκέφτηκε και  αισθάνθηκε προσβεβλημένος και ότι τον κορόιδεψε.

Ο κυρ Αναστάσης όμως δεν ήταν χαζός. Ήξερε τι θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον και έπρεπε να πάρει τα μέτρα του από νωρίς. Το σενάριο να του κάνει αύξηση του δημιουργούσε αναγούλα, παράλληλα όμως δεν ήθελε να χάσει έναν τόσο καλό και συνεπή βοηθό. Δε βρίσκει κανείς εύκολα άνθρωπο εμπιστοσύνης και ικανό ταυτόχρονα. Όμως τον ήθελε με τους δικούς του όρους, κοινώς τα ήθελε όλα δικά του. Όμως την πρόταση του την είχε ήδη έτοιμη το επόμενο πρωί.

-          Μου είπε η κόρη μου ότι έκανες εξαιρετική δουλειά χτες! Μπράβο Μίλτο!

Ο Μίλτος τον κοίταξε στραβά και δεν είπε κουβέντα.

-          Αλλά δε ξέρεις τι αφεντικό έχεις! Όχι δε ξέρεις! Δε ξέρεις τι σου ετοίμασα!

Ο Μίλτος κοιτούσε από απέναντι αμίλητος και σκεφτικός. «Τι να μου ετοίμασε; Λες στ’ αλήθεια να θέλει να χτίσει την πυραμίδα του Χέοπα και να ψάχνει για μούμιες;»

-          Ένα διήμερο ταξίδι ξεκούρασης, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από μένα!

-          Και πού θα ναι αυτό το ταξίδι;

-          Στο χωριό μου βρε! Υπάρχει ωραιότερο μέρος στον κόσμο;

-          Και πού θα μείνω;

-          Στο σπίτι μου βρε! Υπάρχει ωραιότερο σπίτι στον κόσμο;

-          Και τι θα τρώω;

-          Στην ταβέρνα μου βρε κάτω από το σπίτι! Υπάρχει πιο ωραίο φαγητό στον κόσμο;

Δεν τον ρώτησε αν υπάρχει πιθανότητα να κάνει σεξ εκεί , γιατί έτρεμε την απάντησή του.

Ήρθε το Σάββατο. Ο Μίλτος είχε βάλει προς το παρόν σε δεύτερη μοίρα τα εργασιακά του, γιατί μέρα- νύχτα σκεφτόταν αυτό το πάρτυ που τον κάλεσε η κόρη. Ήταν μέσα του τόσο ενθουσιασμένος ,  όμως προβληματιζόταν για τα κίνητρα κι αυτή η σκέψη δεν τον άφηνε να χαρεί. Ήταν πολύ εντυπωσιακή για να γυρίσει να κοιτάξει αυτόν. Έτσι, με ψυχολογία μεγέθους medium, μπήκε στο νέο σαλονάκι που αν και γήπεδο τένις, είχε ψιλογεμίσει με τους φίλους της κόρης που δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.

Ξάφνου πετάγεται από το πλήθος, εντυπωσιακή, όμορφη, με μια μαύρη τουαλέτα που ο Μίλτος για δύο δευτερόλεπτα έψαχνε τα μάτια του αν ήταν στη θέση τους ή είχαν βγει όξω να πάρουν λίγο αέρα. Τον χαιρέτησε με χαμόγελο και του πρότεινε να πάει να αυτοεξυπηρετηθεί στο μπουφέ. Μαζί της, δίπλα της, ένας τύπος με καράφλα, με μουσάκι να χύνεται ως το τέλος του λαιμού σα διάκος, με φανέλα των L.A. Lakers, τα τατού να πετάγονται έξω απ’ τη φανέλα σαν τη λερναία ύδρα, ενώ φορούσε ένα παντελόνι που κρεμόταν σα σακούλα σούπερ- μάρκετ.

-          Oh, yo! Γεια χαρά νταν bro!

-          Μπαρδόν;

-          Απ’ τις καλόγριες αποφοίτησε το παιδί; Δεν καταλαβαίνει;

-          Σου φαίνομαι για Πουλχερία;

-          Όχι, απλά μυρίζεις λίγο αφοί Κατσιμίχα.

-          Ενώ εσύ με τη σωβρακοφανέλα νοιώθεις εντάξει.

-          Φυσικά bro, είμαι in, δεν είμαι ντυμένος σαν τον θείο μου τον Αποστόλη. Το πουκαμισάκι έχει τσάκιση;

Πετάγεται η Μάγδα που βλέπει ότι το πράγμα πάει να στραβώσει. Απομακρύνει διακριτικά τον φίλο της, ενώ λέει στον μικρό να πάει να σερβιριστεί.

Εκεί που σερβιρίζεται, τον προσεγγίζουν άλλοι δυο με παρόμοιο στυλ σαν του πρώτου.

-          Φιλαράκο, μην τον παρεξηγείς τον Kiddy, ψάχνεται για καυγάδες! Δεν έπρεπε να στην πέσει, δεν είναι εποχή για χαλβάδες, αυτοί την Καθαρά Δευτέρα.

Γελάνε μεταξύ τους, με τον Μίλτο να κάνει ότι δεν ακούει, γιατί καταλαβαίνει πως αν απαντήσει σ’ αυτό, η βραδιά δε θα είναι τόσο ειρηνική, και είχε έρθει για τελείως άλλο σκοπό. Αυτοί όμως βλέποντας την απάθεια του μικρού, την εξέλαβαν ως παθητικότητα και συνέχισαν.

-          Μας επιτρέπεις να βάλουμε  λίγο πάγο στο ποτό μας  ή θα τον χρειαστείς για μετά;

Συνεχίζουν να γελάνε ενώ ο Μίλτος σφίγγει τα δόντια προκειμένου να μην απαντήσει. Βιαστικά μαζεύει ο,τι έχει βάλει να φάει και να πιεί και πάει παραπέρα. Μετά από λίγο όμως πλησιάζουν και οι τρεις πλέον προκαλώντας τον ανοιχτά.

-          Δε μου λες ρε Μάγδα; Από πότε κάνεις παρέα με θυρωρούς πολυκατοικίας;

-          Είπες στη μαμά τι ώρα θα γυρίσεις ή θα της τηλεφωνήσουν από το νοσοκομείο;

-          Προφανώς ήρθες για αχαλίνωτο σεξ εδώ πέρα, αλλιώς δε θα φορούσες πουκαμισάκι αλλά πανοπλία. Αδιάβαστο σε κόβω αγόρι, τς τς τς…

Η Μάγδα που βρισκόταν κοντά σχετικά έπιασε το ύφος και κάποιες διάσπαρτες κουβέντες και θέλησε να πάει προς τα εκεί για να τους απομακρύνει, έβλεπε τον μικρό τόσο μόνο κι ανυπεράσπιστο που τον λυπήθηκε μέσα της, εξάλλου οι άλλοι του επιτίθεντο, εκείνος δεν είχε βγάλει κουβέντα.

Όμως τα φαινόμενα απατούν. Οι τρεις φουσκωμένοι φίλοι, παιδιά του γυμναστηρίου, δεν είχαν τη φυσική δύναμη και το νεύρο του μικρού. Ο μικρός μπορεί να μην πήγαινε σε γυμναστήρια αλλά η βαριά δουλειά του από μικρό παιδί είχε σφυρηλατήσει σε τέτοιο βαθμό το κορμί που δεν υπήρχε σύγκριση. Λίγο πριν φτάσει η Μάγδα, με δυο- τρεις κινήσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου ο Μίλτος, είχε ξαπλώσει και τους τρεις στο πάτωμα, οι οποίοι ψάχνανε τις μουσούδες τους κάτω από το έπιπλο της τηλεόρασης, δίπλα στον καναπέ, στα  πόδια των καλεσμένων.

Ο Μίλτος έξυπνα, προτού προλάβει κάποιος να αντιδράσει, ούτε καν η κόρη, αποχώρησε γρήγορα από το σπίτι γιατί ήξερε καλά πως αν καθόταν εκεί το καλύτερο σενάριο ήταν να απαντούσαν οι τρεις στο χτύπημα του. Το χειρότερο σενάριο ήταν να τον στρίμωχναν όλοι οι καλεσμένοι ζητώντας του τα ρέστα για την ενέργεια αυτή με το σκεπτικό «χιούμορ έκαναν».

Βγήκε έξω από το σπίτι, ενώ η Μάγδα τον ακολούθησε. Του φώναξε από μακριά σχετικά και εκείνος σταμάτησε λίγο μετά την πόρτα του κήπου, στο πεζοδρόμιο.

-          Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό που συνέβη, ειλικρινά δεν το περίμενα.

Ο Μίλτος όμως ήταν περισσότερο συγχυσμένος παρά ερωτευμένος εκείνη τη στιγμή.

-          Γι αυτό με κάλεσες εδώ; Για να με ξεφτιλίσεις; Δεν ήξερες ότι κάνεις παρέα με τραμπούκους; Σίγουρα δε θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό! Με μένα όμως ήταν η τελευταία!

Η Μάγδα δεν είπε τίποτα. Ο Μίλτος γύρισε την πλάτη του κι απομακρύνθηκε από το σημείο. Η ίδια κι αυτή επέστρεψε με αργό βήμα, στο σπίτι με τους καλεσμένους να σχολιάζουν την άθλια συμπεριφορά του μικρού και με τους yo men να αυτοσυναρμολούνται τοποθετώντας το σαγόνι τους όπως- όπως για να βγει η βραδιά.

Ο Μίλτος γύρισε σπίτι του και έπεσε βαριά στον δερμάτινο καναπέ του. Η σύγχυση είχε υποχωρήσει κάπως, η προσβολή όμως παρέμενε στο κέντρο του μυαλού του σα σημαιοφόρος της προεδρικής φρουράς. Όπως λένε και οι αρχαίοι «ενός κακού μύρια έπονται», έτσι, αυτόματα στο μυαλό του μικρού ενώθηκε η συμπεριφορά του κυρ Αναστάση προς αυτόν με τη συμπεριφορά της κόρης του κι άρχισε να οδηγείται σε συνολικά συμπεράσματα και αποφάσεις. Τελικά, ένα γεγονός όσο κακό κι αν φαίνεται, μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα προς το καλύτερο, γιατί συσπειρώνονται τα στοιχεία του καλού που κουβαλά ο κάθε άνθρωπος και που μέχρι τότε ρέμβαζαν σε κάποια εξωτική γωνιά του οργανισμού και ξύνοντας το κεφάλι τους  σχολίαζαν τις μαλακίες άλλων. Ήρθε η ώρα να ασχοληθούν με τον εαυτό τους. Η κόρη, με την επιπολαιότητά της, για πρώτη φορά έκανε αυτό που δεν ήθελε, αναμείχθηκε στις δουλειές του πατέρα της.

Ξημέρωσε η Δευτέρα με έναν Μίλτο αρκετά αλλαγμένο. Μάλιστα για πρώτη φορά άργησε ένα τέταρτο κάνοντας τον Κυρ Αναστάση να αναρωτιέται. Ο κυρ Αναστάσης είχε μαύρα μεσάνυχτα για το τι διεξήχθη μεταξύ του μικρού και της κόρης καθώς εκείνη δεν είχε πει κουβέντα ούτε για την πρόσκληση στο πάρτυ, ούτε για το καυγά. Αυτό ίσως φανέρωνε ότι δεν ήταν τόσο αθώα η σκέψη της αναφορικά με τον μικρό. Γύρω στις 9 και τέταρτο ο μικρός μπαίνει στο μαγαζί και ζητά πριν ξεκινήσει η δουλειά, να μιλήσουν σοβαρά με το αφεντικό του. Δεν είχε συνηθίσει τον κυρ Αναστάση σε τέτοιες απότομες συμπεριφορές και τον βρήκε απροετοίμαστο.

-          Αφεντικό , ή μου διπλασιάζεις το μισθό επί τόπου ή παραιτούμαι! Διάλεξε και πάρε!

Ο κυρ Αναστάσης έμεινε κάγκελο, κι όχι απλό κάγκελο, κάγκελο απ’ αυτά τα περίτεχνα των νεοκλασικών. Ο εκβιασμός ήταν ωμός και θρασύς στα μάτια του αφεντικού. Περίμενε μια αντίδραση του μικρού αλλά όχι τόσο βάρβαρη και τέτοιων απαιτήσεων! Απ’ την άλλη μόλις είχε πάρει τη σπουδαία δουλειά του Τομπούλογλου κι άλλες δυο τρεις καλές και σίγουρα δε θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Και να τον άλλαζε και να έπαιρνε άλλους μάταιος κόπος! Ήθελε άτομα εμπιστοσύνης καθώς δε θα μπορούσε να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού, και επιπλέον θα του ζητούσαν τον ουρανό με τ’ άστρα! Άσε που ο Μίλτος ήταν παλιός σχετικά και ήξερε τη δουλειά, πώς θα εμπιστευόταν νέους και αδοκίμαστους σε τόσο ακριβές δουλειές; Ο κυρ Αναστάσης θεωρούσε στο μυαλό του άτιμο να ζητά ένας υπάλληλος χρήματα για όσα είχε φτιάξει αυτός τόσα χρόνια. Κι ας φαινόταν στον κόσμο λίγο κακομοίρης, κακοντυμένος, σα μια κλασική μαστοράτζα. Ήξερε να κρύβει καλά την αυτοκρατορία του. Και δεν τη διαπραγματευόταν με κανένα «τυχάρπαστο υπαλληλάκι» που απλά θα ερχόταν και απλά θα έφευγε ένα πρωί κλέβοντας απ’ τον κόπο τον δικό του. Όμως τα λάθη είναι για τους ανθρώπους και έκανε λάθος παρουσιάζοντας στον καλύτερό του υπάλληλο κάτι μικρό από όσα έχει καταφέρει τόσα χρόνια. Το τελεσίγραφο όμως ήταν σαφές και ο μικρός για πρώτη φορά έδειχνε ανυποχώρητος. Σκέφτηκε να του αραδιάσει πάλι κανέναν λογαριασμό, όμως κατάλαβε γρήγορα ότι αυτό δε θα είχε επιτυχία. Έπρεπε με διπλωματικό τρόπο να τον χειραγωγήσει και να τον φέρει στα νερά του.

-          Κάτσε αγόρι μου λίγο να ηρεμήσεις. Θέλω να μου πεις τι σου συμβαίνει να το συζητήσουμε.

-          Τίποτα δε μου συμβαίνει. Απλώς δουλεύω πάρα πολύ και δε μπορώ να ζήσω. Θέλω αύξηση κι όχι απλή αύξηση. Θέλω τα διπλά. Δε θέλω να πληρώνομαι πια σα μαθητευόμενος. Ή μου τα δίνεις ή φεύγω.

-          Τι φεύγεις; Πώς φεύγεις; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, ξέρεις πόσες δουλειές έχουμε σήμερα;

-          Επειδή ξέρω γι’ αυτό σου ζητάω τα διπλά.

-          Και τι νομίζεις ότι παίρνω εγώ απ’ αυτά αγόρι μου; Ψίχουλα παίρνω! Θες να δεις; Κάτσε να σου δείξω τις συμφωνίες που έχω κάνει κι αν δε βουρκώσεις και δε μου ζητήσεις συγνώμη εμένα να μη με λένε Αναστάση!

Ο Μίλτος έδειχνε αγέρωχος όσο ο κυρ Αναστάσης σκυμμένος του εκσφενδόνιζε λογαριασμούς για να τον μεταπείσει κλαψουρίζοντας να πάρει πίσω τις δηλώσεις του. Τελικά οι μπουνιές που μοίρασε το βράδυ στο πάρτυ ήταν λυτρωτικές, ξύπνησαν μέσα του έναν άλλο χαρακτήρα που τον είχε μεν αλλά τον έκρυβε τόσο καλά επειδή φοβόταν. Οι μπουνιές αυτές μπορεί φαινομενικά να δόθηκαν για έναν ηλίθιο λόγο, ενεργοποίησαν όμως δρόμους του μυαλού του και τον έκαναν να καταλάβει ότι όταν είσαι παθητικός, απλά οι άνθρωποι θα σε εκμεταλλεύονται και θα σε περιγελούν. Όπως ο κυρ Αναστάσης τόσα χρόνια, όπως οι τύποι εκείνοι στο πάρτυ. Ή απλά θα σου βαράνε την πλάτη με ψεύτικη κατανόηση και συμπάθεια επειδή σε θεωρούν κατώτερο, δηλαδή ακίνδυνο, όπως η κόρη του αφεντικού.

Ο Μίλτος περίμενε υπομονετικά να ακούσει την τελευταία κουβέντα του αφεντικού. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο ότι πέρα απ’ την κλάψα και το δακρύβρεχτο μονόπρακτο του αφεντικού, αυτό δεν κουνήθηκε καθόλου από την αρχική του θέση. Δεν μίλησε ούτε για ένα ευρώ παραπάνω αύξηση. Ήταν τόσο σκληροπυρηνικό και ακλόνητο που δε λύγισε στιγμή, ριψοκινδυνεύοντας ακόμα και την ίδια του τη δουλειά εκείνη την περίοδο. «Έτσι γίνονται οι περιουσίες» σκέφτηκε ο μικρός «κλέβοντας είτε το Κράτος είτε τον διπλανό σου». Ο κυρ Αναστάσης απλώς έπαιζε το τελευταίο του χαρτί, την ανεργία του μικρού. Ήξερε ότι με τα ελάχιστα που του δίνει, σίγουρα απόθεμα δεν έχει, οπότε οι μέρες που θα έρθουν θα είναι οδυνηρές για κείνον. Αλλά δεν του μίλησε καθόλου γι αυτό γιατί ήθελε να το σκεφτεί μόνος του. Αν του το υπενθύμιζε θα έβγαζε αντιδραστικότητα και θα χανόταν το επιχείρημα.

Η τύχη όμως είναι σαν το ελληνικό ποδόσφαιρο, άλλα περιμένεις να δεις και βλέπεις τελείως άλλα. Έτσι πάνω στα κρίσιμα δευτερόλεπτα των σπαρακτικών διαπραγματεύσεων και των αποδείξεων που πετάγονταν σαν χαλκομανία στον αέρα του γραφείου, για πρώτη φορά κατεβαίνει τα σκαλιά του ημιυπόγειου η κόρη του κυρ Αναστάση ενώ και τα κεφάλια εκείνου  και του Μίλτου γύρισαν σα σε χορογραφία προς τη σκάλα ενώ με τα μάτια τους αναρωτήθηκαν για την παράξενη αυτή εικόνα,  σα να είδαν αναρχικό να βγάζει χρήματα από ΑΤΜ.

-          Μπαμπά, θα ήθελα να μιλήσω λίγο με το Μίλτο, μπορείς να μας αδειάσεις λίγο τη γωνιά;

-          Και τι έχεις να πεις εσύ με το Μίλτο; Πού τον ξέρεις τον Μίλτο; Επειδή ήρθε μια ωρίτσα και κουβάλησε ένα ψυγείο;

-          Πολλά λες και αργείς, θα κρυώσει ο καφές σου που σου έχω παραγγείλει ήδη στο απέναντι καφενείο.

Ο κυρ Αναστάσης άρχισε να κλονίζεται. Δεν καταλάβαινε τίποτα αν και άρχισε να «πιάνει» κάποιες συμπεριφορές, απλά ήθελε λίγο χρόνο να τις επεξεργαστεί. Ο κυρ Αναστάσης ήταν ένας δεινός διαπραγματευτής και πολύ συγκεντρωτικός παντού, ακόμα και στην κόρη του. Όμως ήταν η μόνη που μπορούσε στο τέλος να τον κάνει να υποχωρήσει έστω λίγο. Κανένας άλλος. Δεν είχε μάθει να χάνει, όμως είχε κι αυτός την αχίλλειο πτέρνα του. Το αστείο είναι ότι υπάκουσε την κόρη και έφυγε αλλά μη νομίζει κανείς ότι έφυγε για να της κάνει το χατίρι αλλά γιατί ήθελε να σκεφτεί δέκα λεπτά το πράγμα. Κατάλαβε πως η αλλαγή συμπεριφοράς του μικρού είχε να κάνει με την κόρη, και ότι για να έρθει η κόρη του πρώτη φορά στο μαγαζί σημαίνει κάτι εξαιρετικά σοβαρό, που για μια 24χρονη κοπέλα, σοβαρό ίσον ερωτικό. Έπρεπε όλα αυτά να τα βάλει σε τάξη για να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του γιατί το πράγμα γίνεται πιο σύνθετο  καθώς απ’ τη μία ο μικρός απειλεί την οικογενειακή του γαλήνη έτσι όπως την έχει χτίσει με απόλυτο τρόπο ο κυρ Αναστάσης, κατά δεύτερον απειλεί και την επαγγελματική του υπόσταση καθώς ο μικρός αυτή τη στιγμή του είναι απολύτως απαραίτητος. Χωρίς αυτόν σίγουρα η δουλειά θα πάει πολύ πίσω και δεν το θέλει με τίποτα αυτό, η κάθε μέρα γι’ αυτόν σημαίνει πολλά, πάρα πολλά ευρώ.

Η κόρη πλησίασε τον μικρό, ο οποίος την κοιτούσε πραγματικά σαν κάτι αξιοπερίεργο ενώ δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα καθώς δεν ήξερε καν τι θα ακούσει.

-           Γιατί έφυγες;

-          Το σπίτι σου ήταν καινούργιο, κρίμα να το ξαναχτίσουμε. Οι φίλοι σου δεν αστειεύονταν.

-          Ούτε κι εσύ όμως, δεν έδειξες ωριμότητα.

-          Δίκιο έχεις, έπρεπε πρώτα να κάτσω να με γυρίσουν ανάποδα για να δουν την άλλη πλευρά του εαυτού μου για να φανώ ώριμος. Εγώ τους τον έδειξα με συνοπτικές διαδικασίες.

-          Στο πάρτυ μου όμως ήρθες για μένα, όχι γι’ αυτούς.

-          Σε εκπροσώπησαν με τον καλύτερο τρόπο όμως. Εσύ μ’ άφησες μόνο.

-          Ήμουν η οικοδέσποινα, είχα τόσο κόσμο, εξάλλου δεν πρόλαβες να μπεις και έγινε το σκηνικό.

-          Άλλη φορά να λες στους εκπροσώπους σου να μη βιάζονται, να τσιμπάμε τίποτα πριν αρχίσει το καλαμπαλίκι.

-          Σου ζήτησα συγνώμη, γιατί είσαι επιθετικός;

-          Γιατί περίμενα καλύτερη υποδοχή. Δε ζήτησα τίποτα παραπάνω.

-          Τι θα έλεγες αν σε υποδεχόμουν σήμερα χωρίς κανέναν απ’ όλους αυτούς στο σπίτι μου για να δεις ότι  δεν είμαι αυτό που νομίζεις;

Εκεί ο Μίλτος έχασε τον ειρμό του, ούτε η Μάγδα αστειεύεται τελικά και θέλησε να του το δείξει με τον πιο ευθύ τρόπο. Κοντοστάθηκε χωρίς να απαντήσει προς στιγμή, από τη μία ήθελε πολύ, από την άλλη ο εγωισμός τον τραβούσε πίσω. Τελικά δέχτηκε την πρόσκληση και εκείνη έφυγε.

Μετά από λίγο φάνηκε ο κυρ Αναστάσης. Αμίλητος κατέβηκε στα σκαλιά και με ένα βλέμμα κάπως βλοσυρό- όσο κι αν προσπάθησε να το κάνει ουδέτερο- φώναξε:

-          Και τώρα δουλειά!

Ο κυρ Αναστάσης δεν ήταν τόσο αφελής ούτε και τώρα. Αυτό με την κόρη του τον προβλημάτισε και σίγουρα δε θα το άφηνε έτσι. Δεν πρόκειται να την άφηνε να χαριεντίζεται με τον υπάλληλό του. Όμως αυτή τη φορά του προσέφερε μια τεράστια υπηρεσία. Παρουσιάστηκε την ώρα που ο Μίλτος ήταν έτοιμος να φύγει, ενώ η κόρη κατάφερε να του αλλάξει τελείως ψυχολογία και αυτό το είδε στα μάτια του. Ήθελε να πιστεύει ότι ξεχάστηκαν οι εκβιασμοί και οι αυξήσεις και θα προχωρούσε στη δουλειά του απερίσπαστος. Και επειδή οι δουλειές ήταν πολλές και δύσκολες, ίσως να έπαιρνε άλλον έναν με μισθό πείνας να τον βάλει μέσα ώστε να μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτός να είναι στη θέση του εκβιαστή και όχι του εκβιαζόμενου. Θα έδινε ίσως 400-500 ευρώ παραπάνω αλλά θα ήταν εφάπαξ, και επιπλέον θα συνέχιζε να διατηρεί τον έλεγχο της επιχείρησής του και της κόρης του όπως εκείνος ήθελε. Και για να μπει ο κυρ Αναστάσης στον πειρασμό να «πετάξει» κάποια ευρώ, σημαίνει ότι η αντίστροφη μέτρηση για τον μικρό είχε ξεκινήσει. Γιατί δεν απείλησε απλά την επιχείρησή του, απείλησε τα όσια και τα ιερά του και θα τιμωρείτο γι’ αυτά. Και για τα δυο!

Ο Μίλτος συνεπαρμένος ενδόμυχα από την πρόσκληση της μικρής, αν και δεν ήθελε να το ομολογήσει, αποφάσισε μέσα του να δώσει κάποιες μέρες παραπάνω στον κυρ Αναστάση πριν τον φέρει ξανά προ των ευθυνών του καθώς δεν ήθελε με τίποτα να πειράξει το κλίμα στο ραντεβού του. Η πρώτη φορά ήταν άκρως αποτυχημένη και ήξερε καλά ότι αν συνέβαινε κάτι πάλι που θα χαλούσε την κατάσταση αυτή  θα ήταν τελειωτικό. Οπότε αναδιπλώθηκε προς το παρόν με το σκεπτικό «βλέποντας και κάνοντας».

Το βράδυ ήρθε. Τα φώτα του σπιτιού και του κήπου ήταν ανοιχτά περιμένοντας τον επισκέπτη του. Εκείνος ήρθε και θαύμασε για μια ακόμη φορά το μικρό αυτό παλατάκι με τον κήπο που λαμποκοπούσε από περιποίηση και γούστο. Όμως ο ενθουσιασμός του έφυγε γρήγορα όταν με το που πάτησε στο ρωμαϊκό μονοπάτι του πετάχτηκε ο σκύλος γαυγίζοντας.

-          Τελικά σ’ αυτό το σπίτι δεν πρόκειται να μακροημερεύσω! Ή από σκύλο θα πάω ή από τράπερ! Παρ’ τον από δω!

Βγαίνει η Μάγδα γρήγορα και με ένα πρόσταγμα τον μαζεύει κάπως.

-          Φοβήθηκες; Είπε γελώντας

-          Όχι, γιατί να φοβηθώ; Γιατί έχει κάτι δόντια σαν σουγιάδες; Γιατί όρθιος με φτάνει στο ύψος; Γιατί μου όρμησε σα τουρίστας σε ντοματοσαλάτα; Γιατί να φοβηθώ;

-          Έλα, υπερβολές, το σκυλάκι μου είναι γλυκούτσικο.

-          Γλυκούτσικο αυτός; Αυτός μου όρμησε σαν τον ακέφαλο καβαλάρη! Όχι και γλυκούτσικος! Πες τον λεβέντη, πες τον κλέφτη και αρματωλό, πες τον το φάντασμα της όπερας, γλυκούτσικο όχι!

-          Έλα εδώ σκυλάκι μου να σε πάω μέσα γιατί κάποιοι εξαντλούνται στους τράπερς, κατά τ’ άλλα φοβούνται! Είπε περιπαιχτικά…

-          Ναι φοβόμαστε κυρία μου, γιατί τουλάχιστον οι τράπερς είναι επαναστάτες όσο τους παίρνει, κατά τ’ άλλα κλάνουν μέντες, ο σκύλαρος όμως δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες!

Με τα πολλά, κάθισαν έξω στον κήπο, ο σκύλος μέσα,  και άρχισαν να πίνουν το ποτάκι τους με τη σελήνη από πάνω να φωτίζει τόσο όμορφα τη συνάντησή τους που έσβησαν τα περισσότερα φώτα του κήπου για να κυριαρχήσει το φυσικό φως. Μέσα στην ησυχία κι ενώ μιλούν περί ανέμων και υδάτων, ξαφνικά η Μάγδα αλλάζει θέμα.

-          Από την πρώτη στιγμή που σ’ είδα σε ξεχώρισα.

Ο Μίλτος την κοίταξε σα να ήθελε να πει πολλά αλλά δεν έβγαινε τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν ιδιαίτερα ντροπαλός στο κομμάτι του γυναικείου φύλου. Κι αν του βγήκε κάποιου τύπου δυναμισμός απέναντί της στην πρώτη του επίσκεψη στο σπίτι της, ήταν λόγω σύγχυσης κι όχι λόγω άνεσης. Του άρεσε πάρα πολύ αλλά δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του πάνω της, ήταν πάρα πολύ όμορφη, είχε έναν αέρα διαφορετικό, ασυνήθιστο για τα κορίτσια που αυτός είχε γνωρίσει,  και ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο να την ελέγξει. Εν ολίγοις η κόρη έκανε το παιχνίδι λόγω άνεσης ενώ εκείνος απλώς ακολουθούσε τα πράγματα. Η ατάκα της του έδινε αρκετό χώρο να κάνει το παιχνίδι του, όμως δεν είχε ετοιμάσει μια απάντηση ενδεδειγμένη.  Η κόρη συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, προσπαθώντας να κλέψει κάτι από τη σκέψη του μικρού.

-          Βλέπω δεν απαντάς. Να υποθέσω ότι η επίσκεψή σου εδώ είναι τυπική; Επειδή δουλεύεις στον πατέρα μου και δε θες να εκτεθείς;

-          Όχι, όχι, δεν ισχύει αυτό! Είμαι εδώ για σένα, δεν έχει καμιά σχέση με τον πατέρα σου αυτό.

-          «Είσαι δω για μένα». Πώς να το ακούσω αυτό;

-          Όπως στο λέω.

Σ’ αυτό το σημείο ο Μίλτος άρχισε να αλλάζει ξανά. Βοήθησε πολύ και η γλώσσα του σώματος της κόρης η οποία τον είχε πλησιάσει αρκετά και σχεδόν ανοικτά έδειχνε το ενδιαφέρον της. «Δε γίνεται να έχω πέσει όσο έξω» σκέφτηκε αυτός σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σκεπάζει τη ντροπή του, βγάζει εκείνο το θάρρος που κρύβει μέσα του και που το ενεργοποιεί μόνο σε στιγμές κρίσιμες γι’ αυτόν και αρχίζει να ξετυλίγεται.

-          Από την πρώτη στιγμή που σ’ είδα, σ’ ερωτεύτηκα. Δε ξέρω τι φταίει, ίσως βγάζεις κάτι πολύ εξωτικό στα μάτια μου που δε μ’ αφήνει περιθώρια να σκεφτώ συμβατικά. Κι ίσως είναι αυτό που με φοβίζει και δε σου μίλησα απ’ την πρώτη στιγμή. Αλλά απ’ τα πρώτα λεπτά που σ’ είδα, αυτό είναι το σίγουρο, ταξίδεψα μαζί σου.

-          Δεν έχω ακούσει πιο ωραία ερωτική εξομολόγηση. Κι από βοηθό υδραυλικού, νομίζω ότι ζω μοναδικές στιγμές! Δε συνηθίζετε να έχετε τέτοια ευφράδεια! Και για μένα είσαι κάτι το τελείως διαφορετικό, που όμως θέλω να γνωρίσω, ίσως είναι ότι περίμενα κάτι τελείως άλλο, ένα παιδί για όλες τις δουλειές που θα το είχε στη φάπα ο πατέρας μου, όμως εσύ δεν είσαι καθόλου έτσι κι ίσως είναι αυτό που με γοήτευσε… Κι απορώ, πώς ανέχεται έναν άνθρωπο με προσωπικότητα δίπλα του; Συνήθως ο κυρ Αναστάσης ο,τι αγγίζει το πλάθει στα δικά του μέτρα ή το εξαφανίζει..

-          Στο είπα και την άλλη φορά, το παιχνίδι της επιβίωσης είναι πολύ σκληρό για να έχει κάποιος την πολυτέλεια να βγάλει συναισθήματα πολυτελείας ή χαρίσματα που περισσότερο μπερδεύουν τα πράγματα παρά τα κάνουν πιο εύκολα. Η διανόηση μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε στιγμές που ο χρόνος σταματά ή περνά σε δεύτερη μοίρα, να , όπως τώρα για παράδειγμα..

Πράγματι ο χρόνος κείνη τη βραδιά έμοιαζε με εκείνον τον απροσδιόριστο χρόνο των παραμυθιών, που συνεχίζεται χωρίς όρια μέχρι το καλό να επικρατήσει του κακού. Οι δυο τους πέρασαν ένα μαγικό βράδυ κάτω απ’ το φως της σελήνης το οποίο φωτογράφιζε ιδανικά τις πρώτες τους ερωτικές στιγμές μέχρι που αποσύρθηκε διακριτικά κάποια στιγμή για να βγει ο ήλιος, ο οποίος έβαλε μπρος το χρόνο που είχε σταματήσει, υπογράφοντας τους τίτλους τέλους μιας εξαιρετικής νύχτας.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες πολύ δυνατές συναισθηματικά και ερωτικά για τον μικρό και την κόρη. Οι δυο τους σα να δραπέτευαν καθημερινά από την πραγματικότητα και ζούσαν ένα μικρό ταξίδι στα πιο βαθιά τους μυστικά. Το σπίτι- κουφέτο ήταν το κρησφύγετό τους όπου έκρυβαν εκεί τις πιο πολύτιμες στιγμές τους. Φυσικά η Μάγδα έκανε νύξεις να «ανοίξουν» τον έρωτά τους προς τα έξω, με κάποιες εξόδους αλλά ο Μίλτος έδειχνε απρόθυμος παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως εσωστρεφή και αδιάφορο γι’ αυτά. Πίσω απ’ την εσωστρέφεια του όμως κρύβονταν η αντιπάθειά του για τις παρέες της μικρής αλλά και η προσωπική του αφραγκία που θα τον εξέθετε στο πρώτο κιόλας μισάωρο της εξόδου. Με λίγα λόγια ήξερε πως δε μπορούσε να την κυκλοφορήσει, δεν είχε τη δυνατότητα, αλλά πλέον δε μπορούσε και να εκβιάσει τον πατέρα της όπως εκείνη τη φορά στο μαγαζί. Δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε η μικρή αν διαπληκτιζόταν με τον πατέρα της και το φοβότανε. Δεν ήθελε με τίποτα να τη χάσει.

Ο κυρ Αναστάσης απ’ την άλλη μπορεί να μην ήξερε λεπτομέρειες αλλά αισθανόταν πως κάτι πολύ σοβαρό διαδραματίζεται μεταξύ της κόρης του και του βοηθού του. Μπορεί τη στιγμή της αποκάλυψης να έκανε τουμπεκί ψιλοκομμένο γιατί ήθελε περισσότερο να καταλάβει παρά να επέμβει, τώρα όμως  ένοιωθε πως είχε έρθει η ώρα της αντίδρασης. Δεν ήθελε με τίποτα η κόρη του να μπλέξει με το βοηθό του. Βασικά μέσα του δεν ήθελε με τίποτα η κόρη του να μπλέξει με κανέναν, αλλά αν τον έφερνε προ κάποιου τετελεσμένου γεγονότος ίσως να το αποδεχότανε τέλος πάντων. Ή αν ήταν κάποιος που με τη δουλειά του και το κύρος του να της εξασφάλιζε πολλά περισσότερα απ’ όσα ήδη είχε. Θεωρούσε τον βοηθό του ως «κατάντια» για την κόρη του και θα έκανε το παν να μπει στη μέση να κόψει κάθε σχέση. Και πίστευε ότι η καλύτερη στιγμή είναι τώρα. Ο Μίλτος δε θυμίζει καθόλου το νευρικό και απαιτητικό Μίλτο της τελευταίας περιόδου, έχει χαλαρώσει, δουλεύει με κέφι- αν και πάντα λίγο κουρασμένος, ίσως ξενυχτά- αλλά πάντα συγκαταβατικός και δημιουργικός. Ήξερε ότι με κάποιον τρόπο πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά βρίσκεται η κόρη του, δεν ήξερε πώς κι ούτε ήθελε να μάθει, αλλά ναι, τώρα ήταν η ώρα.

-          - Μίλτο παιδί μου, έλα λίγο στο γραφείο να σου πω.

-          Μάλιστα αφεντικό! Πες μου.

-          Λοιπόν, ξέρεις ότι οι δουλειές μας περνούν κρίση…

-          Ποια κρίση αφεντικό; Χαμός γίνεται.

-          Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος! Κρίση! Εμένα ν’ ακούς!

-          Οκ, κρίση.

-          Αναγκάστηκα λοιπόν να ξανοιχτώ και εκτός Αθήνας να αναλάβω δουλειές και έκλεισα μια περίφημη δουλειά κάτω στην Καλαμάτα, στο χωριό μου, όπου χτίζεται ένα καινούργιο ξενοδοχείο. Θα πας εκεί να επιβλέπεις το φτιάξιμο και να φτιάξεις όλα τα υδραυλικά.

-          Μα αφεντικό…

-          Αυτή είναι καλή δουλειά! Πολλά χρήματα!

-          Και τις δουλειές μας εδώ; Τόσα πράγματα! Τόσες οικοδομές! Πώς θα γίνουν;

-          Κι εγώ τι κάνω εδώ; Κουρεύω φοίνικες; Εγώ θα τ’ αναλάβω με ένα ειδικό συνεργείο για να γίνουν όλα στην ώρα τους.

-          Και πόσο καιρό θα πάρει το ξενοδοχείο στην Καλαμάτα;

-          Να υπολογίζεις από τρεις μήνες και πάνω.

-          Μα δε γίνεται να φύγω αφεντικό! Ούτε να το συζητάς!

-          Γιατί; Τι σ’ εμποδίζει; Μιλάμε για δουλειά τώρα, μην το ξεχνάς.

Ο Μίλτος δεν απάντησε. Ο κυρ Αναστάσης είχε στήσει ολόκληρη μηχανή πίσω απ’ όλο αυτό το σενάριο που αράδιασε. Το ξενοδοχείο δεν ήταν καμιά σοβαρή δουλειά με την έννοια που το παρουσίασε. Ήταν ενός ξαδέρφου του που θα έμπαινε και ο ίδιος ο κυρ Αναστάσης ως μέτοχος. Δε θα έπαιρνε χρήματα για όσα θα έκανε, αλλά προσδοκούσε πολλά περισσότερα από τα ποσοστά των κερδών αργότερα. Δε θα ήταν εξάλλου η πρώτη επιχείρηση που θα συμμετείχε. Το συνεργείο φυσικά που του παρουσίασε δεν υπήρχε πουθενά. Εκτός αν εννοεί συνεργείο έναν κακόμοιρο μετανάστη που μάζεψε και σχεδόν τσάμπα θα του έκανε τα κουβαλήματα κι όλη την αχαροδουλειά με τον Αναστάση να παρεμβαίνει μόνο όπου χρειάζεται γνώση και λεπτομέρεια. «Ας είναι» σκέφτηκε, «προτιμώ αυτό, από το να σέρνεται από δω κι από κει η κόρη μου με τον κάθε λιγούρη».

Ο Μίλτος απ’ την άλλη ήταν πελαγωμένος. Πόσο βάναυσα θα σταματούσε όλο αυτό που έχτιζαν με τη Μάγδα τον τελευταίο καιρό! Κι ενώ ήταν ισχυρό, χρονικά ήταν μικρό, γεγονός που τον έκανε ανασφαλή. Σκέφτηκε να παραιτηθεί, αλλά εκεί ίσως δημιουργούσε νέο ρήγμα μεταξύ αυτού και της οικογένειας. Είχε σκοπό να φύγει από τον κυρ Αναστάση αλλά όχι ακόμα, περίμενε να «δέσει» με τη μικρή και μετά να του το ξεφουρνίσει, γιατί χαΐρι οικονομικό εκεί δε θα έβρισκε, αυτό το είχε συνειδητοποιήσει, αλλά δεν ήταν η ώρα κατάλληλη. Αν να είχε άλλους τρεις μήνες ακόμα!

Σκέφτηκε μια μέση λύση, την οποία θα σερβίρει στη μικρή ώστε να μη ξενερώσει. Ναι μεν θα πάει στην Καλαμάτα αλλά θα προσπαθεί να έρχεται τα σαββατοκύριακα να τη βλέπει. Φυσικά αυτό προϋπέθετε κάποια συν έξοδα αλλά το έφτιαξε κι αυτό. Θα άφηνε το σπίτι του στην Αθήνα και με τα λεφτά που θα εξοικονομούσε θα πλήρωνε τα πάνω- κάτω του. Φυσικά αυτό δε θα το μάθαινε ποτέ η μικρή για να μη χαλάσει την εικόνα του αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή.

Το βράδυ, κλασσικά, επισκέφτηκε τη μικρή στο σπίτι- κουφέτο. Δεν πέρασαν απευθείας στο εσωτερικό του σπιτιού αλλά έκατσαν στο τραπέζι του κήπου ενώ ένα ποτηράκι κρασί θα συνόδευε την κουβέντα τους. Εκείνος μέσα του προτιμούσε μπύρα, αλλά άλλη μια υποχώρηση στις τόσες, δεν είχε πλέον σημασία.

-          Ο πατέρας σου με στέλνει για δουλειά στην επαρχία.

-          Ναι ε; Πού;

-          Στην Καλαμάτα κοντά, στο χωριό σου.

-          Α ναι, κάτι θυμάμαι από δαύτο, ο πατέρας μου το αγαπάει πολύ, εμένα δε μ’ αρέσει να πηγαίνω, το βαριέμαι απίστευτα, όλο σπίτια έχει!

-          Ε χωριό είναι, τι θες να έχει; Αετοφωλιές;

-          Ε δεν έχει ένα εμπορικό κέντρο, μαγαζιά για ψώνια, Καζίνο να φωτίζουν, καφέ με κόσμο να πηγαινοέρχεται, πάρτυ στην παραλία..

-          Αν  τα είχε όλα αυτά δε θα ήταν το χωριό του κυρ Αναστάση αλλά το χωριό του πρίγκηπα Ουίλιαμ. Σύνελθε!

-          Τέλος πάντων και πόσο θα κάτσεις σ’ αυτό το εξωτικό μέρος;

-          Θα είναι μήνες. Δε με στέλνει μόνο για τα υδραυλικά, με στέλνει για γενική επίβλεψη.

-          Σου έχει τόση εμπιστοσύνη; Μπράβο.. Και εμείς;

-          Θα έρχομαι, κάθε σαββατοκύριακο να σε βλέπω. Θα έρχομαι…

-          Να έρχεσαι..

Κοφτές απαντήσεις και δηλώσεις που δεν έχουν δοκιμαστεί ακόμα, φειδωλές και γεμάτες ερωτηματικά. Πρώτη φορά θα δοκιμαστούν συναισθηματικά και αυτό τους φαίνεται πολύ πρώιμο και πρωτόγνωρο. Κανείς δεν ήθελε να φύγει από κει που βρισκόταν, αλλά κανείς δε τολμούσε να πει αυτή την παραπάνω κουβέντα που ο άλλος ήθελε να ακούσει. Ο Μίλτος τη σκέφτηκε αλλά δείλιασε να ξεστομίσει κάτι που θα φαινόταν ιδιαίτερα ρομαντικό. Ήξερε πως η Μάγδα συναρπάζεται από ρομαντικές δηλώσεις αλλά δε συγκινείται. Απ’ την άλλη η κόρη  δεν είχε μπει ακόμα στη διαδικασία να δει το Μίλτο με κάποια προοπτική, της άρεσε μεν αλλά δεν είχε χτίσει μέσα της το αφήγημα μιας ολοκληρωμένης χρόνιας σχέσης. Ζούσε το τώρα και ανυπομονούσε για το αύριο. Ο Μίλτος της ομόρφαινε την καθημερινότητα αλλά ως γυναίκα την ενδιέφερε να ζήσει παραπάνω πράγματα και ο Μίλτος μέχρι στιγμής δεν έδειχνε ότι μπορούσε να της τα προσφέρει. Αυτή η εσωστρέφεια του την προβλημάτιζε αλλά ακόμα δεν είχε χτίσει ούτε το αφήγημα μιας αποχώρησης. Απλά ζούσε το τώρα και ονειρευόταν μέχρι την επόμενη μέρα. Έτσι δεν ήταν δύσκολο γι’ αυτή να δεχτεί τα πάντα.

Μετά από λίγες μέρες ο Μίλτος έφυγε για τη Μεσσηνία. Ο κυρ Αναστάσης είχε ήδη κανονίσει διαμονή για κείνον σε ένα δωμάτιο το οποίο το νοίκιαζε συνήθως το καλοκαίρι σε τουρίστες. Έτρωγε στην ταβέρνα που ήταν συνιδιοκτήτης ενώ το μικρό ξενοδοχείο που φτιαχνόταν ήταν τόσο κοντά που δε χρειαζόταν καν αυτοκίνητο. Όλα τσάμπα για το αφεντικό. Όμως δεν έφταναν αυτά. Ο κυρ Αναστάσης για να κόψει κάθε γέφυρα επικοινωνίας του μικρού με την κόρη, του ανακοίνωσε ξαφνικά- ώστε να μην έχει προλάβει να κάνει τα κουμάντα του- ότι θα πληρωθεί στο τέλος των εργασιών μαζί με τους υπολοίπους «για λόγους λογιστικούς». Έτσι ουσιαστικά θα τον άφηνε χωρίς χρήματα εκεί ώστε να μη μπορεί να μετακινείται στην Αθήνα, να δυσκολεύεται ακόμα και για τηλεφωνική επικοινωνία! Του έστελνε κάποια ελάχιστα λεφτά ως «δώρο» που έφταναν ίσα- ίσα για έναν καφέ και τα τσιγάρα του. Είχε σκεφτεί ο κυρ Αναστάσης ότι όλα αυτά ίσως οδηγούσαν στα άκρα τον μικρό και επαναστατούσε. Γιατί στη ζωή όλα αντέχονται εκτός απ’ τον περιορισμό της ελευθερίας. Και εντέχνως του τον είχε επιβάλλει. Ένας περιορισμός που διά γυμνού οφθαλμού δε φαινόταν τόσο βάναυσος, αλλά καθώς οι μέρες περνούσαν, τα δεσμά που του είχε τοποθετήσει στα χέρια του μικρού όλο και έσφιγγαν περισσότερο. Αλλά πλέον δεν τον ένοιαζε τον κυρ Αναστάση τόσο πολύ. Ήδη είχε δρομολογήσει τη νέα κατάσταση στην Αθήνα, με δημιουργία νέων υπαλλήλων- σκλάβων οι οποίοι θα δούλευαν μέρα- νύχτα για να επεκτείνει την κρυφή αυτοκρατορία του που ούτε αυτή φαινόταν διά γυμνού οφθαλμού. Η απομάκρυνση του Μίλτου ήταν ήδη στο συρτάρι του αφεντικού, στο συρτάρι εκείνο που με μία κίνηση μπορεί να το ανοίξει και με τεκμήρια να διαλύσει κάθε αντίπαλο.  Φυσικά θα έχανε έναν εξαιρετικό υπάλληλο, αλλά κάποια στιγμή στη ζωή- όπως σκέφτηκε- χρειάζεται μια μικρή θυσία για να συνεχίσεις να ελέγχεις τα πράγματα. Η οποιαδήποτε απειλή πρέπει να συντρίβεται στη γέννησή της και όχι να περιμένεις την τύχη να τακτοποιήσει τις υποθέσεις σου όπως θες. Για να σιγουρευτεί κιόλας ότι όλα θα πάνε όπως το επιθυμεί, έκανε ένα μικρό δώρο- ταξίδι στο εξωτερικό στην κόρη για να «ξεσκάσει». Σ’ αυτό το ταξίδι σίγουρα δε θα μπορούσαν να τη συνοδεύσουν άφραγκοι τύποι σαν το Μίλτο. Θα μπορούσαν όμως παιδιά με κάποια οικονομική επιφάνεια ώστε η μικρή να ξαναπάρει το δρόμο που είχε αφήσει για λίγο παραπέρα.

Από την άλλη μεριά ο Μίλτος έβραζε στο ζουμί του. Είχε μπει σ’ ένα δρόμο αδιέξοδο και όπως τα έκανε έπρεπε να τον περπατήσει ως το τέλος. Στις ώρες που είχε κενές σκέφτηκε πολλά. Στην αρχή του φαίνονταν όλα αθώα και τυχαία. Όταν όμως άρχισαν να τον ζώνουν οι αφραγκίες,  όταν έβλεπε ότι δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να πάει ως την πόλη να πιεί ένα ποτό και κυρίως όταν έβλεπε το κινητό του τηλέφωνο σβηστό με μια Μάγδα να έχει σχεδόν εξαφανιστεί και κείνον να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της καλά- καλά, άρχιζε να πονηρεύεται. Μετά από μια βδομάδα  ουσιαστικής σκλαβιάς στο χωριό, ξεκίνησε να ενώνει τα κομμάτια του παζλ τα οποία τον οδηγούσαν σε συμπεράσματα τρομακτικά. Μάλιστα προχώρησε ακόμα πιο πολύ σκεπτόμενος μια συνομωσία κόρης- πατέρα προκειμένου να τον υποτάξουν και να τον ξεφτιλίσουν. Κι όσο η κόρη δεν έστελνε σημεία ζωής- καθώς ήταν στο εξωτερικό- τόσο εκείνος θύμωνε παραπάνω μαζί της και άρχισε να νοιώθει τον εμπαιγμό στο πρόσωπό του.

Άρχισε να κατηγορεί μέσα του τους πάντες και τα πάντα για όσα τον έφτασαν ως εκεί. Η κοπέλα χάνεται, πλέον δεν πληρώνεται έστω αυτά τα λίγα που έπαιρνε, άφησε το σπίτι του στην Αθήνα και ένας θεός ξέρει αν γυρίζοντας θα βρει έστω ανοικτή την πόρτα του κυρ Αναστάση. Του έφταιγε η τύχη, οι μοχθηροί άνθρωποι που τον περιστοίχισαν και ήθελαν το κακό του και οι καλές του προθέσεις.

Μόνο ο εαυτός του δεν του έφταιγε. Αυτός που όταν μπορούσε και είχε το πάνω χέρι, έκανε πίσω στις διεκδικήσεις του. Αυτός που βολεύτηκε στα λίγα θεωρώντας με το μικροαστικό μυαλό του ότι μ’ αυτά μόνο θα μπορέσει να κρατήσει καταστάσεις και συμπεριφορές σαφώς πιο ακριβές, αν όχι σε αξία, τουλάχιστον σε τιμή. Αυτός που άφησε τη μοίρα του στην τύχη, ενώ είχε τις ευκαιρίες να την αρπάξει και να την καθορίσει. Μπορεί να έχανε, να μην κέρδιζε πολλά, τουλάχιστον όμως δε θα αισθανόταν ο βλάκας της ιστορίας. Τα έβαλε μ’ ένα σύστημα που λεγόταν κυρ Αναστάσης. Δε θα είχε πετύχει τόσα πολλά ο δεύτερος αν δε λειτουργούσε ως σύστημα στο οποίο σύστημα με κάποιο τρόπο παράξενο ήταν ενταγμένη και η κόρη. Και οι κοινοί άνθρωποι, με ευαισθησίες και γωνίες στη συμπεριφορά τους δε μπορούν να τα βάλουν με τα συστήματα. Τα συστήματα πάντα νικούν γιατί έχουν την άνεση να αναδιπλώνονται, να ανανεώνονται και να επιτίθενται όποτε εκείνα το επιλέξουν. Τα συστήματα είναι σχεδόν ανίκητα. Μόνο έναν εχθρό έχουν. Ένα αντίπαλο σύστημα, το ίδιο απάνθρωπο και σκληρό, αυτό είναι το μόνο που μπορεί να διαλύσει ένα άλλο σύστημα. Τι να σου κάνει ο Μίλτος…   

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
06 Ιουλίου 2022, 08:39
Ε- ε- εκλογές! (Για τη νέα κοινωνία!)


Έρχονται εκλογές. Τα κόμματα βάζουν αποσμητικό στις μασχάλες τους, ο αρχηγός τους ευθυγραμμίζει τη χωριστρούλα ενώ οι παρατρεχάμενοι πίνουν red bull που βγάζει φτερά για να αντέξουν την επίπονη προεκλογική περίοδο.

Μαζί τους ετοιμάζεται και ο κόσμος, ο οποίος έχει ως παλλαϊκό αίτημα τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας γιατί καθώς λένε σ’ αυτήν δεν περνούν καλά.

-          Χάλια μαύρα ρε φίλε, τίποτα δεν κινείται, να πα να πνιγούν οι κυβερνώντες!

-          Και σένα όμως δε σε βλέπω πολύ ζωηρό αδερφάκι μου, μήπως να το κοιτάξεις κι εσύ για κανένα μπλουμ;

-          Γιατί το λες αυτό; Τι θες να κάνω; Κοίτα γύρω σου, παντού ανεργία!

-          Πού να κοιτάξω γύρω μου; Σε παραλιακό μαγαζί είμαστε, γύρω έχουμε θάλασσα, που την είδες την ανεργία;

-          Ε αυτό! Παλιά γινόταν εμπόριο, είδες να περνά από δω τώρα κανένα καράβι;

-          Δηλαδή αν δε ξεφορτώσει το γκαζάδικο διακόσια μέτρα από κει που πίνουμε τον καφέ μας, υπάρχει ανεργία; Κοίτα πουθενά αλλού!

-          Κοίτα τα βουνά πέρα! Άδεια! Πού είναι τα ζώα; Τα βοσκοτόπια; Παντού ανεργία ρε φίλε!

-          Τα ζώα και τα βοσκοτόπια δεν τα φτιάχνουν στις χαράδρες, αν ψάξεις θα βρεις!

-          Να βλέπεις; Το ομολογείς και μόνος σου! Πρέπει να πάρεις τα βουνά και τους ωκεανούς να βρεις μια άκρη με την ανεργία! Γι’ αυτό αράζω εδώ… Πιάσε μια μπύρα μάστορα!

Αλλά και οι πολιτικοί δε διαφέρουν από τον κόσμο. Βλέπεις κάποιους που έχουν κυβερνήσει 5-6 φορές και κατεβαίνουν με το σύνθημα της νέας κοινωνίας. Δηλαδή είναι το σημείο που βουτάς το μαλλί σου, το χωρίζεις σε κοτσίδες, το κάνεις θηλιά και το περνάς στο λαιμό σου να δεις τι νούμερο κρεμάλα φοράς. Στρώνουν την επιδερμίδα τους και την κάνουν γυαλιστερή για να τραβάει περισσότερα κορόιδα, φοράνε το σακάκι μέσα στο κατακαλόκαιρο που σκάει κι ο τζίτζικας λες και έχουν ενσωματωμένη  ψύξη δεξιά της σπλήνας και αμολιούνται  να τάξουν αυτή τη νέα κοινωνία, την οποία θα φτιάξουν τώρα, μετά την 5ηεκλογή τους. Στις προηγούμενες τέσσερις θητείες κρατούσαν σημειώσεις.

-          Εμπρός συμπολίτες! Πάμε για το καινούργιο! Το νέο! Το πρωτόγνωρο!

-          (να ψηφίσουμε θέλει ή είναι απ’ τον Κωτσόβολο και θέλει να αλλάξουμε το ηλεκτρικό μας σίδερο;)

-          Εμπρός για τη νέα Ελλάδα της ελευθερίας και της ελπίδας!

-          (τίποτα υπάλληλοι του Κωτσόβολου  θα ‘ναι τα πιπίνια..)

-          Εμπρός να χτίσουμε την κοινωνία του μέλλοντος!

-          (για τούβλα ψάχνει μάλλον, έτσι εξηγείται)

-          Ψηφίστε με! Εγώ είμαι! Για σας!

-          (το μόνο σωστό που είπε! Γεια σας!)

Έρχεται ο άλλος. Αν δει κανέναν χοντρούλη ψηφοφόρο με μπιφτέκι στο πάνω μέρος του κεφαλιού και σοφιστικέ γυαλάκι δηλώνει σοσιαλιστής, αν δει κανέναν αναμαλλιασμένο δηλώνει κομμουνιστής, αν δει κανέναν εξαγριωμένο δηλώνει… εκτελωνιστής. (Είδα ένα βλάκα πολιτικό να περνάει, αλλά έφυγε).

Με πολύ ψάξιμο βρίσκει κι αυτός το κοινό του στο οποίο αναφωνεί!

-          Πάμε να χτίσουμε την κοινωνία του σοσιαλισμού!

-          Αυτή που διαλύθηκε πριν 30 χρόνια; Νεκρόφιλοι είμαστε;

-          Δεν τη χτίσανε καλά τότε, πάμε να το ξανακάνουμε!

-          Και τότε γιατί δεν ξαναχτίζουμε την αρχαία Αίγυπτο, να μας φυλάει και η Unesco, να βγάλουμε και κανά φράγκο;

-          Γιατί στην αρχαία Αίγυπτο κυβερνούσε ο Φαραώ, ενώ σε μας κυβερνά, ο εργάτης, ο αγρότης!

-          Θέλει να μας πει τώρα δηλαδή πως αν ο Στάλιν δεν ξεχορτάριαζε μια φορά το δίμηνο, δεν άντεχε ρε παιδί μου, έβγαζε τα γαλόνια του και τα μασούσε σα σογκοφρέτες απ’ τα νεύρα του! 

-          Απορρίψτε την κοινωνία του καταναλωτισμού και των υλικών απολαύσεων, πάμε να βρούμε αξίες και ιδανικά!

-          Όταν λένε αυτοί «ιδανικά» εννοούνε να την περνάνε αυτοί ιδανικά και συ να αγοράζεις Κουκουρούκου απ’ το περίπτερο με το δελτίο.

-          Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η επανάσταση του 1917!

-          Τώρα, αφού το γαμήσαμε που το γαμήσαμε, άκου πάμε μπρος με το 1917,  ιδρύεις ένα κόμμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έτσι για να δούμε ποιος την έχει πιο μεγάλη; (την ιστορία…;) Άει σιχτίρ με τον κάθε νεκρόφιλο!

Μέσα σ’ αυτούς νέα μόδα είναι και οι τάχα μου σκεπτόμενοι, συνωμοσιολόγοι που προσπαθούν να κλέψουν καμιά ψήφο κυνηγώντας εξωγήινους, σκοτεινές δυνάμεις που θέλουν το κακό μας, ανοίγουν τις πύλες του ανεξήγητου για να εξολοθρεύσουν το κακό για χάρη της ανθρωπότητας , ενώ οι πύλες του ψυχιατρείου είναι πάντα ανοιχτές για όλους αυτούς, και τους πολιτικούς και τους ψηφοφόρους.

-          Θέλουν το κακό μας! Μας ψεκάζουν!

-          Επιτέλους ρε αδερφέ! Και λίγο τσάμπα αποσμητικό! Ξέρεις πόσο έχουνε πάει στα σούπερ- μάρκετ;

-          Μας ψεκάζουν και μας κάνουν χαζούς!

-          Ενώ πριν ήμασταν τρελοί επιστήμονες!

-          Θέλουν να μας κάνουν να τα δεχόμαστε όλα!

-          Και συ γιατί δεν τα δέχεσαι; Δε σε ψεκάζουν καλά; Κάθεσαι κάτω από υπόστεγα;

-          Εγώ διαβάζω κύριέ μου!

-          Δηλαδή ρίχνουν φάρμακο ειδικό για αδιάβαστους; Ευτυχώς που έκοψα το σχολείο δηλαδή, αν συνέχιζα θα μ’ είχανε κάνει απ’ το πολύ ψέκασμα σα μοχίτο!

 

Σ’ αυτό το κλίμα, με ίδιο επίπεδο πολιτικών και ψηφοφόρων η Ελλάδα πηγαίνει (συνεχώς) σε εκλογές, κάνοντας όλοι το σταυρό τους, να μην πέσεις απλά σε κάποιον πολύ βλάκα. Γιατί για τους φιλοσοφημένους, όταν ακούν δεξιά κι αριστερά, τους έρχεται στο μυαλό ο γκρεμός και το ρέμα που στο τέρμα τους βρίσκεται η νέα κοινωνία. Από κει και πέρα είναι θέμα επιλογής πώς θες να αφήσεις τα κοκκαλάκια σου. Κάνοντας bungee jumping ή κάνοντας κωπηλασία. Γιατί η νέα κοινωνία θέλει θυσίες. Ξεκινώντας από σένα.

 

- Στείλε Σχόλιο
21 Ιουνίου 2022, 22:56
Οι πίπες του Αδριανού


Κάθεσαι σ’ ένα καφενεδάκι της πλατείας. Έχεις μπροστά σου ένα μπουκάλι μπύρα σαν οικοδόμος ενώ δίπλα απλώνονται σαν σεντόνια του champions league κάτι σαλαμάκια ξεγυρισμένα. Κι ενώ ρουφάς τον ήλιο που έχει κάτσει από πάνω σου σαν το χάρο χτυπώντας σε επιτόπου με 40 βαθμούς κελσίου και μοιάζεις με καμήλα στη νοτιοδυτική Σαχάρα, τσουπ, ξεπετάγεται ο φίλος σου που έχεις χρόνια να δεις αλλά κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σου καθώς σου φέρνει από το παρελθόν κάτι μνήμες μεγάλες σα τσιχλόφουσκες. Αράζει κι αυτός απέναντι, βγάζει την κυριλέ πίπα του, την ανάβει με στυλ, ενώ αρχίζει να εξαφανίζει τα σαλαμάκια σαν ηλεκτρική σκούπα, οπότε συ δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να του πιάσεις την κουβέντα μπας και σταματήσει.

-          Και με τι ασχολείσαι τώρα Αδριανέ;

-          Κοίτα, βασικά όλα είναι ένα ψέμα φίλε. Έχω προτάσεις αλλά έχω αποφασίσει να μη χύνω ιδρώτα για να φουσκώνουν τους κώλους τους οι καπιταλιστές και οι μασώνοι εκπρόσωποί τους.

-          Και τι τρως;

-          Ε από δω από κει…

Στο μεταξύ τα σαλαμάκια μοιάζουν πλέον με μαγικά χαλιά που εξαφανίζονται ενώ εσύ του βάζεις λίγη μπύρα να κόψει αυτό το σερί της κατανάλωσης. Στο μεταξύ έρχονται και κάτι τυράκια σαν κύβοι Κνορ με τον λεβέντη να πετάει φρύδι ψυχολογώντας τα πριν προσγειωθούν στο τραπεζάκι.  

-          Και πώς θα κινηθείς το επόμενο διάστημα;

-          Με τα πόδια ρε φίλε, πώς να κινηθώ; Αφού οι παλιοκαπιταλιστές πήγαν τη βενζίνη 3 ευρώ, χτυπώντας την ορθόδοξη Ρωσία μας, εγώ τι θες να κάνω;

Με το που λέει Ρωσία, το στόμα του γεμίζει (με τα τελευταία σαλαμάκια)  ενώ με τα τυράκια φαίνεται πιο δημοκρατικός.

-          Τσίμπα ρε φίλε και συ, μη ντρέπεσαι, εδώ για όλους είναι.

Εσύ ενώ απλώνεις το δύσμοιρο χέρι σου να φτάσει ένα κύβο κίτρινο τυράκι,   μπαίνουν σε δράση από τον αντίπαλο τα σύγχρονα όπλα, πετυχαίνοντας μάλιστα το δάχτυλο που χρησιμοποιείς για να δείχνεις, με την οδοντογλυφίδα που εξαπέλυσε από απέναντι.  

-          Ωχ ρε φίλε το ίδιο πιάσαμε, χαχα, λες να έχουμε το ίδιο γούστο και στις γυναίκες;

Του αφήνεις το τυράκι, κι ελπίζεις στην επόμενη προσπάθειά σου να μην μπει στα χωρικά σου ύδατα, γιατί δε σε παίρνει, έχει μαζί του και την ορθόδοξη Ρωσία, που το βάζεις;

Χωνεύοντας το ενδέκατο τυράκι του έρχεται έμπνευση. Αρπάζει την πίπα του, βάζει μέσα νέο τσιγάρο, κάθεται σταυροπόδι δείχνοντας την πατούσα του παπουτσιού του σε όποιον περαστικό περνάει για να του μείνει αλησμόνητος, κάνει τσαφ με τον αναπτήρα και αρχίζει:

-          Που λες ρε φίλε, η Ευρώπη και η Αμερική τα κάνανε πλακάκια να ρίξουν τον μοναδικό ηθικό ηγέτη της γης, τον Πούτιν και μας καταστρέφουν τη ζωή. Βάλανε και τα εμβόλια να μας αλλάξουν DNA, για να σκεφτόμαστε σα δυτικοί κι όχι σαν Ορθόδοξοι και το καταφέρανε. Μας κάνανε επιθετικούς και επικίνδυνους και παρενοχλούμε συνέχεια την Τουρκία με παραβιάσεις!

Εδώ τρελαίνεσαι, κάνεις το σταυρό σου, κοιτάς αν έχει μέρα, ή αν εσύ τη βλέπεις μέρα κι έχει νύχτα, κουνάς το κεφάλι σου σα ξυπνητήρι να δεις αν λειτουργεί, καθώς ακούς την πραγματικότητα ανάποδα.

-          Ασ’ το τυράκι κάτω! Ποιος παρενοχλεί ποιόν;

-          Ο Μητσοτάκουλας τον Ερντογαν, αυτόν τον γνήσιο ηγέτη της αντιπαγκοσμιοποίησης.

Φωνάζεις να σου φέρουν ένα ούζο γιατί η μπύρα δε φτάνει.

-          Και εμείς τον παρενοχλούμε αυτόν τον τίμιο γίγαντα;

-          Ε φυσικά, δε βλέπεις τι κάνουμε; Αγοράζουμε όπλα, ε δεν προκαλούμε;  Τι θες να κάνει αυτός;

-          Αυτός προσπαθεί να φτιάξει πυρηνικά. Πού νομίζεις ότι θα πάνε;

-          Δε με νοιάζει δε ξέρω. Γι αυτό δε δουλεύω ρε φίλε, θα δουλέψω όταν φύγουν οι φαύλοι.

Σηκώθηκε, έριξε ένα ρέψιμο καλό χαιρέτισε και αποσύρθηκε από το σκηνικό της πλατείας. Εσύ κοιτάς το ρολόι σου να δεις πόσο χρόνο έχασες κι αρχίσεις κι αναρωτιέσαι αν πράγματι αξίζει τον κόπο να δουλεύεις εσύ για να παίρνει επίδομα αυτός. Η ανάμνηση του καλού φίλου έσβησε μονομιάς ενώ οι παιδικές μνήμες εξαφανίστηκαν σαν χελώνες καρέτα- καρέτα.

-          Ρε τον τραμπάκουλα! Αναφωνείς ενώ θα ήθελες να μην είχε συμβεί ποτέ αυτή η συνάντηση που σου χάλασε την παιδική μνήμη.

Το ούζο κατέφθασε αργά αλλά πάντα ξέρει να επικαιροποιείται, κι αφού εξολοθρεύεται με συνοπτικές διαδικασίες, τα παγάκια έχουν μείνει μέσα στο ποτήρι σα μαλάκες «ήρεμα ρε φίλε, δεν προλάβαμε να λειώσουμε κιχ».

Σηκώνεσαι ξέροντας ότι τελικά δεν κινδυνεύεις περισσότερο ούτε από τους δυτικούς μασώνους καπιταλιστές, ούτε από τον ορθόδοξο Πούτιν, ούτε από τους απέναντι που για άλλη μια φορά έχουν τρελαθεί, αλλά κινδυνεύεις πρωτίστως από τον ίδιο σου τον εαυτό, τον κακομαθήμενο που παρακαλά να συμβεί κάτι ολέθριο για να καταντήσουν οι γύρω άνθρωποι σαν εκείνον. Με την πίπα.

- Στείλε Σχόλιο
17 Ιουνίου 2022, 23:22
Αιτίες και λύσεις για το κυκλοφοριακό πρόβλημα στην Αθήνα (γράφω σοβαρό κείμενο, μην ακούσω κιχ)


Ακολουθεί επιστημονικό κείμενο που θίγει την μάστιγα της εποχής και σχετίζεται με την αστικοποίηση και τα απότοκά της. Απαιτώ σοβαρότητα στην ανάγνωση.

Στο περιθώριο λοιπόν  πολεμικών αναμετρήσεων και τιμαριθμικών ανακατατάξεων, κει που πίνεις τον καφέ σου, πέφτει το μάτι σου απέναντι σε δυο κοράσια. Εστιάζεις στο ένα που κάθεται δεξιά με κάτι ανοικτά πράσινα μάτια σαν πλακάκια τουαλέτας.

-          Μου ‘ρθε ο τουβρουτζάς! Μονολογείς, ενώ εκείνη πίνει το καφέ της αδιάφορα ενώ δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα της περνώντας από γενεές δεκατέσσερις όποιους κοινούς γνωστούς έχει με τη φίλη της.

Εσύ προσπαθείς να μπεις στο οπτικό της πεδίο, αλλά το πεδίο είναι σαν το αιδοίο, για να μπεις πρέπει να γλιστρήσεις περίτεχνα μέσα του και να σε καταλάβει γιατί αν δε σε καταλάβει, βαφ’ τα μαύρα κυρ- Αποστόλη.

Στήνεσαι απέναντι σαν κομφερανσιέ σε disco καραβιού ‘80s, φοράς και το γυαλάκι ηλίου μπας και κρύψεις λίγη φάτσα και σωθεί το πράγμα και ξεκινάς τα παιχνίδια Martini μήπως και στρωθεί το κόκκινο χαλί από δαύτην να πας να της μιλήσεις, ευχόμενος να μην έχεις αχρωματοψία και το κόκκινο χαλί είναι το πράσινο μίλι που περπατάς για να πας να πνιγείς.  

Κι εκεί που έχεις στηθεί σαν παίχτης της Εθνικής Κύπρου που σου ‘λαχε από μηχανική βλάβη της κληρωτίδας να κληρωθείς με την Εθνική Αργεντινής και κυνηγάς σαν τσοπανόσκυλο τον Μέσι μετά το τέλος του ματς να σου δώσει τη φανέλα του, ξαφνικά εκείνη γυρίζει την πλάτη επιδεικτικά και κάνει μπουρμπουλήθρες κοιτώντας το υπερπέραν της λεωφόρου που καταλήγει σε ένα εξωτικό κόκκινο φανάρι.

Και ιδού να ξεπετάγονται εντός του οι υπαρξιακές αναζητήσεις. «Γιατί να προτιμήσει τη θέα του μποτιλιαρίσματος από τη θέα της φάτσας μου; Κι αν κάποιος αναλογιστεί ότι το μποτιλιάρισμα έχει τέλος πάντων μια αρχή και ένα τέλος σε αντίθεση με τη φάτσα μου που δε ξέρεις από πού να ξεκινήσεις και τι να πρωτοσχολιάσεις, τουλάχιστον είναι πρωτόγνωρη. Δεν πληρώνεις στο τσίρκο γιατί βλέπεις την τίγρη σαν μελλοντική γκόμενα, αλλά σαν κάτι πρωτόγνωρο, γιατί αυτή ενώ το θέαμα το έχει τσάμπα, επιστρέφει στα συνηθισμένα;»

Οι μεγάλες αποφάσεις όμως είναι για τους μεγάλους άνδρες. Βουτάς τα κλειδιά, στριμώχνεις τα τσιγάρα στην τσέπη σου, αρπάζεις και τον καφέ, κάνεις ένα γύρο στην καφετέρια να σε προσέξει μπας και πεθάνει και η τελευταία σου ελπίδα, κι αφού τη συνοδεύεις στην τελευταία της κατοικία, μπαίνεις στο αμαξάκι, βάζεις μπρος και βουρ πας και στοιβάζεσαι κι εσύ μέσα σ’ αυτά τα αμαξάκια πριν το κόκκινο φανάρι ενώ την παρακολουθείς από τον καθρέφτη μπας και τώρα κατάφερες να μπεις στο οπτικό της πεδίο.

Εκείνη σηκώνεται, πληρώνει, παίρνει τη φίλη της και φεύγει με το αμάξι της προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ιδού οι ολέθριες αιτίες του κυκλοφοριακού στην Αθήνα. Τώρα αναφορικά με τη λύση του ζητήματος:

-          Όταν παίρνει καφέ κάποιος, να έχει πάνω του τα προσωπικά του στοιχεία και δεδομένα. Και θα αναβαθμιστεί το προϊόν, και καθώς η άλλη τα λέει στον καφέ- μπόι, συ μπορείς να κάθεσαι από πίσω υποκλέπτοντας τα πάντα.

 

-          Να μπουν μαύρες κουρτίνες σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους των καφέ ώστε να μην υπάρχει άλλο οπτικό πεδίο για τους πελάτες. Έτσι αναγκαστικά η άλλη θα κοιτάει τη μύτη σου που είναι σα φρατζόλα, η οποία αναβαθμίζεται και αυτή τώρα λόγω της επισιτιστικής κρίσης.

 

-          Αναγκαστικά οι πελάτες να φεύγουν όλοι μ’ ένα αμάξι για να περιοριστεί το κυκλοφοριακό και να αυξηθεί το κυκλοφορικό. Και να τραγουδάμε όλοι σαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη τικ- τακ τικ- τακ τικ- τακ.

 

-          Δημιουργία πρωτοβάθμιων τομέων υγείας γιατί δεν είμαστε για πολλά τικ τακ, θα μας πάρουν σηκωτούς.

 

Αυτό είναι επιστημονικό δοκίμιο! Όχι τα μπαρμπούτσαλα της Καθημερινής.

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
12 Ιουνίου 2022, 11:43
Shopping


Σηκώθηκα πρωί- πρωί , έφτιαξα ένα φραπεδάκι, του έβαλα κι απ αυτά τα καινούργια τα καλαμάκια που πίνεις καφέ και σ’ αφήνουν μια γεύση φωτοτυπικού στο στόμα και ξαμολήθηκα να πιω έναν δεύτερο καφέ μπας και βρω κανένα στέκι που κάνει παράνομο εμπόριο πλαστικών καλαμακιών να ισιώσει το στόμα μου.

-          Ένα φραπεδάκι θα ήθελα με πλαστικό καλαμάκι.

-          Δυστυχώς κύριε έχουμε μόνο απ’ τα καινούργια.

Δεν είχα επιλογές. Αλλά σκέφτηκα ότι έχει και την καλή του πλευρά το πράγμα. Πάντα μ’ άρεσε η μυρωδιά των βιβλίων, ας μυρίζω κι εγώ λοιπόν σαν εκδοτικός οίκος, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας.

Ο ήλιος προσπαθεί να ξεγελάσει τα σύννεφα, να σκάσει λίγο μύτη καλοκαιριάτικα αισθανόμενος κι αυτός ότι έχει χάσει λίγο το ρόλο του σ’ αυτή την παλιοκοινωνία. Χτες έσκασαν κάτι ψιχάλες στην Αττική σαν βερύκοκα κι αυτό μάλλον ο ήλιος ο ηλιάτορας το έφερε βαρέως. Δεν είναι καιρός να χάνεις τη δουλειά σου, έχουμε πόλεμο που λεν και τα κανάλια.

Τις ίδιες σκέψεις κουβαλούσα κι εγώ, ώσπου το κινητό μ ένα γκλιν- γκλον με βύθισε ακόμα πιο βαθιά στο υπαρξιακό μου ζήτημα.

«Ηλεκτρικό ρεύμα 400 ευρώ»

-          Τι διάολο; Σε ηλεκτρική κουζίνα μένω; Ήταν η πρώτη μου σκέψη.

Όταν συνειδητοποίησα ότι δε μένω εκεί, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα βάλω κάμερα να δω τι γίνεται κει μέσα όσο λείπω γιατί μάλλον στο σπίτι μου το ηλεκτρικό ρεύμα είναι σαν τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Δουλεύει ακόμα κι όταν δεν το χρειάζομαι.

Πάω το σπίτι κι ανοίγω το λάπτοπ βιαστικά. Εκείνο αντιστέκεται σθεναρά μιας και τα έχει φάει τα ψωμιά του κι αυτό κι αρχίζει και βγάζει κάτι μπλε οθόνες με παράξενες λέξεις και αριθμούς. Οι αριθμοί ήταν πολλοί στη σειρά και ανεβοκατεβαίνανε. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είναι κάποιος επιπλέον λογαριασμός της τάξης των 3.482.939 ευρώ, σκέφτηκα ότι μάλλον το λάπτοπ πάει για απόσυρση. Καιρός λοιπόν για shopping.

Έρευνα αγοράς

Μπαίνω στο πολυκατάστημα. Χαρούμενα ανθρωπάκια με καλωσορίζουν, τους τραβάω κι εγώ μια χαμογελάρα σαν του Τζόκερ μιας και σκέφτηκα ότι αυτό ήταν μόνο τζάμπα πράμα εκεί μέσα. Πάω στους υπολογιστές. Ο φθηνότερος ήταν 400 ευρώ. Φωνάζω μια κοπέλα.

-          Υπάρχει λάπτοπ με 200 ευρώ;

-          Φυσικά, στο Σχιστό, δίπλα στις κλεμμένες εξατμίσεις.

-          Με 220 ευρώ;

-          Πάλι στο Σχιστό με δώρο ένα ποντίκι (ψόφιο).

Αφού εκτίμησα το χιούμορ της, αφού εκτίμησε κι αυτή ότι προκοπή με μένα δε γινόταν, χώρισαν για πάντα οι δρόμοι μας. Τότε σκέφτηκα πονηρά. «Όλοι θέλουν λάπτοπ, οι σταθεροί υπολογιστές είναι ντεμοντέ, άρα θα έχουν τιμές λαϊκής, να πάω να ρίξω μια ματιά. Καθώς πηγαίνω προς τα εκεί, έρχεται ένας φουσκομάγουλος με μούσι με κάτι στο λαιμό σα σφυρίχτρα. Προς στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα με πιάσει να με γυρίσει ανάποδα να δει πόσα ευρώ θα πέσουν. Μάλλον με κάρφωσε η προηγούμενη υπάλληλος. Όμως με έκπληξη άκουσα τη στάνταρ φράση.

-          Πώς μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;

-          Εδώ βλέπω ωραίες τιμές φίλε μου. 200 ευρώ ο υπολογιστής; Αυτά είναι, τύλιξέ μου έναν μπαμπάτσικο να τον πάρω παραμάσχαλα.

-          Δεν καταλάβατε κύριε, το ταμπελάκι 200 ευρώ αφορά την οθόνη. Ο πύργος κάνει 600 ευρώ.

-          Ο πύργος 600 ευρώ; Ο Πύργος Ηλείας όλος έχει 600 ευρώ.

-          Εμ βλέπετε οι σταθεροί υπολογιστές έχουν περισσότερες δυνατότητες από τα λάπτοπ.

Τελικά οι δυνατότητες είναι σαν τις ηλιθιότητες. Όσο πιο πολλές πετάς τόσο πιο λίγο κοστίζεις. Πρέπει λίγο να τις περιορίσω, σκέφτηκα.

-          Θα περάσω το βραδάκι, του απάντησα.

-          Το βραδάκι είμαστε κλειστά μου είπε.

-          Γι’ αυτό! του απάντησα κοφτά και άνοιξα το βήμα μου περήφανα προς την έξοδο.

Κει δίπλα είχε ένα βιβλιοπωλείο. «Να ένας χώρος οικείος» σκέφτηκα. Να χωθώ κει μέσα να γλιτώσω απ’ την βαρβαρότητα της νέας τεχνολογίας.

Με καλωσορίζει η υπάλληλος με ένα χαμόγελο σαν την πλατεία Συντάγματος. Εγώ αυτή τη φορά στάθηκα στο ύψος μου κρατώντας το βλοσυρό μου ύφος, μιας και η προηγούμενη χαμογελάρα ακόμα μάζευε τις πληγές της.

Πάω στη ξένη λογοτεχνία. «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» λέει ο Μαρκές. Τι θλιμμένες; Σκέφτηκα. Αυτές θα ναι τώρα σε κανένα εξοχικό και θα χορεύουν χασαποσέρβικα. Απορρίφθηκε με πάταγο. Πάω στην ελληνική λογοτεχνία.

«Τα ψηλά βουνά» Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Μα έτοιμος είμαι να πάρω τα βουνά, να τα διαβάσω κιόλας; Πάει πολύ σκέφτηκα και κατευθύνθηκα προς την ποίηση. Εκεί το μάτι μου έπεσε στο «Ποιήματα, Κωνσταντίνος Καβάφης». Ανοίγω, και τι να δω;

«Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.»

Ναι, εκπλήρωσα την καταναλωτική μου ανάγκη. Έφαγα με τα μάτια ψάρια. Ώρα να φεύγω. Πήρα και τον Καβάφη παραμάσχαλα που έδειξε να με καταλαβαίνει και τράβηξα την ανηφοριά. Αυτό είναι shopping.

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
30 Οκτωβρίου 2021, 21:59
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες


Με όλα αυτά τα μέσα μαζικής δικτύωσης, τις τηλεοράσεις, τις συνεχείς ενημερώσεις, νομίζουν όλοι ότι συμμετέχουν – ας το πω λίγο χοντρά- σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση, αλλά η αλήθεια είναι άλλη. Πλανώνται πλάνην οικτράν..

Ξεσπά η κρίση του 2010. Όλοι γράφανε, γράφανε (γράφαμε), κανείς δεν έλαβε τίποτα υπόψιν του. Η λύση είχε ήδη δοθεί, απλά έγινε και τελείωσε. Δε ξέρω πώς ένοιωσε ο κόσμος, εγώ προσωπικά αισθάνθηκα πολύ μαλάκας.

α) Επειδή έγραφα τσάμπα.

β) Επειδή έγραφα μαλακίες.

γ) Επειδή παρόλες τις μαλακίες που έγραφα, οι δήθεν επαναστάτες που βγήκαν για να ακυρώσουν και καλά τα μνημόνια έλεγαν περισσότερες μαλακίες από μένα. Εγώ ήμουν λίγο πιο προσγειωμένος και ρεαλιστής από κείνους. Τότε κατάλαβα ότι ο πρωθυπουργός της χώρας, Τσίπρας, είχε πολύ λιγότερο μυαλό απ’ το δικό μου και κει ξενέρωσα. Τρόμαξα με την ιδέα ότι πρωθυπουργός μπορεί να γίνει ο καθένας, ακόμα και πιο βλάκας από μένα, αρκεί να έχει ο μπαμπάς του λεφτά ώστε ο μικρός να μη δουλεύει και να σουλατσάρει στα πολιτικά γραφεία μαζεύοντας συμπάθειες. Και τσουπ αρχηγός κόμματος, και τσουπ πρωθυπουργός.

Τώρα πλέον είθισται να προωθείται από το ίντερνετ όποια είδηση θέλουν οι μεγάλοι να προωθήσουν για να προκαλέσουν αναστάτωση. Και να τα επαναστατικά τουίτς, και να οι αναρτήσεις. Ξαμολημένα σκυλιά έχει γίνει ο κόσμος βάσει εντολών του αφεντικού. Και γράφουν, και γράφουν να πιέσουν την εξουσία. Στην ουσία πιέζουν την εξουσία να κάνει τα χατίρια αυτού που αμολά τις αρεστές σ’ αυτόν ειδήσεις και ξαμολά τον κόσμο, αλλά δυστυχώς ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει. Κι όλα αυτά τα κάνουν τσάμπα. Και ξενερώνω περισσότερο.

Όποια είδηση όμως ενδέχεται να προκαλέσει μια αναστάτωση  μη αρεστή στους μεγάλους, αυτή εξαφανίζεται. Ή να το πω καλύτερα, παρουσιάζεται σα να μη συμβαίνει τίποτα. Γιατί αν δεν πουν και τίποτα, φοβούνται ότι θα γίνει γνωστή από αλλού και μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Την παίρνουν λοιπόν την είδηση, τη φτιάχνουν στα μέτρα τους, ώστε όποιος άλλος πει μια άλλη άποψη πάνω  σ αυτό να ακουστεί παραφωνία.

Πχ το θέμα με την Τουρκία. Κανέναν δε συμφέρει να τρομάξει ο κόσμος και να αρχίζει να αναρωτιέται και να ψάχνεται για το τι συμβαίνει πια μ αυτό το θέμα. Έχει καταλάβει κανένας ότι εδώ και  ενάμιση χρόνο υπάρχει ένας υβριδικός πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Έχει καταλάβει κανένας ότι ο πόλεμος εξελίσσεται μέρα την ημέρα; Έχετε δει κανένα τουίτ; Καμιά ανάρτηση «βαθυστόχαστων» ημιμαθών που παπαγαλίζουν τις απόψεις των ιστοσελίδων; Κανένα. Δεν θέλουν οι μεγάλοι. Γι’ αυτό.

Θα μου πείτε, υβριδικός πόλεμος και σαχλαμάρες. Τα έχουμε ξαναδεί αυτά. ‘Όχι είναι η απάντησή μου, δεν τα έχουμε ξαναδεί αυτά. Εμείς. Οι παλιότεροι ναι. Πριν κάθε πολεμική ενέργεια υπάρχει πάντα μια «επίθεση», σε απόψεις, υπάρχει προπαγάνδα, υπάρχουν κάποιες ελεγχόμενες εχθρικές ενέργειες οι οποίες δεν καταλήγουν σε σύρραξη γιατί ίσως το ένα μέρος απ’ τα δυο δεν το θέλει αυτό εκείνη τη στιγμή. Να θυμηθούμε τον βομβαρδισμό του αντιτορπιλικού «Έλλη» από τους Ιταλούς δυο μήνες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος; Να θυμηθούμε τη σιωπή της ελληνικής κυβέρνησης τότε που δεν ήθελε να γίνει κάτι και δεν ξεστόμισε καν ότι βυθίστηκε το καράβι από ιταλικές τορπίλες; Μήπως να θυμηθούμε τις διώξεις των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία δυο μήνες πριν τη μικρασιατική καταστροφή; Τις δηλώσεις των Τούρκων πριν ακόμα γίνει το μεγάλο μπαμ;

Όμως οι φίλοι που κάνουν «πολιτική» μέσω τουιτς και αναφορών στο facebook ή αλλού δεν έχουν πάρει χαμπάρι. Γιατί; Γιατί οι ισχυροί δε θέλουν να δημιουργήσουν φόβο για τους δικούς τους λόγους. Θα γράψουν όμως στις ιστοσελίδες τους για μια επίθεση σε κάποιον σε κάποιο δρόμο της Αθήνας, ώστε οι χρήστες να βγάλουν το άχτι τους, βρίζοντας, και τα σημαντικά θα τα περάσουν αθόρυβα.

Φυσικά τον κόσμο δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι. Γιατί κι οι μεγάλοι, όσο συμφεροντολόγοι και αν είναι, έχουν κατανοήσει ακόμα κι αυτοί πως η δύναμή τους εκπορεύεται από ένα ισχυρό κράτος. Πράγμα που δυστυχώς δεν το έχουν καταλάβει οι «αδύναμοι», ο λαός, ο οποίος ζει και περιπλανιέται στον πλανήτη της γκοφρέτας. Κάποιοι τελείως ηλίθιοι μάλιστα σχολίασαν περιπαικτικά την αγορά υπερσύγχρονων εξοπλισμών άμυνας από την Ελλάδα, ξεστομίζοντας το πιο χαζό επιχείρημα που έχει ακουστεί «Αντί να πάρουν πυροσβεστικά αεροπλάνα, παίρνουν ραφάλ».

α) Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.

β) Ρε μπιτ κεφτέ τα ραφάλ τα παίρνουν για να προστατεύσουν  το εξοχικό τους ή την Ελλάδα συνολικά;

γ) Θεωρείς ρε ανιστόρητε τύπε ότι χωρίς άμυνα θα σε σεβαστεί κανένας και θα έρθει να σου μιλήσει με όρους δικαιοσύνης; Εκτός αν ζεις στον κόσμο των φωτομοντέλων που εύχονται στα καλλιστεία παγκόσμια ειρήνη- λες κι εξαρτάται απ’ αυτές, λες και θα γίνει ποτέ παγκόσμια ειρήνη- οπότε είσαι και επίσημα μπετόβλακας.  Όσο κι αν εύχεσαι παγκόσμια ειρήνη και δικαιοσύνη, αν ο διπλανός σου σε βλέπει σα μπριζολάκι, αναγκαστικά θα παλέψεις μαζί του. Αλλιώς απλά θα σε φάει.

Κι επειδή η ημιμάθεια και η αδιαβασιά πάει μαζί με τις απόψεις, όσο πιο ηλίθιος είναι ο άλλος, τόσο πιο πολύ άποψη έχει, ας πω μια μικρή ιστορία.

Όταν οι Αρχαίοι Αθηναίοι, την εποχή της παντοκρατορίας τους επισκέφτηκαν τους Μηλίους, τους ζήτησαν υποταγή. Ήξεραν ότι οι Μήλιοι ήταν δωριείς, δηλαδή σχετίζονταν με τους Σπαρτιάτες. Επίσης ήξεραν ότι κρατούσαν γενικά ουδετερότητα ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Αλλά οι Αθηναίοι σκεφτόντουσαν ανάποδα. Η φιλία με τους Μηλίους δεν τους πολυενδιέφερε. Μικρό νησί, δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι σημαντικό. Όμως η ουδετερότητά τους χωρίς συνέπειες, έστελνε μηνύματα στους άλλους συμμάχους που καταδυνάστευε η Αθήνα, ότι μπορεί να είσαι απλά ουδέτερος και να μην υφίστασαι τίποτα. Άρα δεν είναι απαραίτητο να σκύβεις το κεφάλι στους Αθηναίους.

Γι αυτό οι Αθηναίοι επισκέφτηκαν με τον στρατό τους το μικρό νησί. Τους έθεσαν απλά το ζήτημα. Υποταγή ή καταστροφή. Τότε οι Μήλιοι έκαναν λόγο για δικαιοσύνη! Και ήρθε η απάντηση των Αθηναίων, η οποία νομίζω αντικατοπτρίζει απολύτως την ανθρώπινη φύση η οποία δε θα αλλάξει ποτέ, απ’ τα χρόνια του Ομήρου και πιο παλιά, μέχρι σήμερα. «Η δικαιοσύνη λαμβάνεται υπόψιν μόνο όταν και τα δυο αντίπαλα μέρη κατέχουν ίση δύναμη για την επιβολή της. Όταν δε συμβαίνει αυτό, απλώς οι δυνατοί υλοποιούν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους. »

Γι’ αυτό χρειάζεται η άμυνα. Γιατί τότε μόνο έχεις το πρόσωπο να λες αυτό που πιστεύεις. Αλλιώς θα κλαψουρίζεις συνεχώς γιατί δε σε βοηθούν οι άλλοι- γιατί να σε βοηθήσουν οι άλλοι ; εσύ πόσους βοηθάς;-  και θα χτυπιέσαι για δικαιοσύνη η οποία λόγω αδυναμίας σου, δεν πρόκειται να ακουστεί ούτε στο απέναντι τετράγωνο.

Αλλά όλα αυτά δεν πρόκειται να ακουστούνε. Θα έρθουν βίαια στη ζωή μας, όταν δε θα μπορεί να γίνει αλλιώς. Μέχρι τότε θα αμολάνε τα sites ψευτοήρωες, ψυχάκηδες δολοφόνους, παράξενους τύπους που δηλώνουν ευαίσθητοι και οι χρήστες θα πλακώνονται μεταξύ τους μέχρι να καταλάβουν κι αυτοί αυτό που κατάλαβα κι εγώ πριν λίγα χρόνια. Πόσο μαλάκες είναι/ είμαι/ είμαστε.

- Στείλε Σχόλιο
11 Απριλίου 2021, 15:41
Γειτονιές του χτες και του σήμερα


Η γειτονιά αποτελεί βασικό στοιχείο της κοινωνίας και της επικοινωνίας. Οι άνθρωποι σφράγισαν την παρουσία τους στον κόσμο, έγιναν γνωστοί στο ευρύ κοινό, ξεκινώντας από τη γειτονιά τους. Εκείνη πρώτα τους αναγνώρισε, τους ξεχώρισε και τους «έσπρωξε» να κατακτήσουν αυτό που τους αναλογεί. Η γειτονιά δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αγκαλιά, ένα πρωινό χαμόγελο που δίνει δύναμη στους ανθρώπους καθώς συνεχώς τους υπενθυμίζει ότι δεν είναι αναλώσιμοι, είναι απαραίτητοι, καθένας με την προσωπικότητά του, με το ιδιαίτερο βάδισμά του και το καλημέρισμά του.

Οι γειτονιές των πόλεων αποτέλεσαν και αποτελούν μια φυσική ανάγκη. Η απομάκρυνση από το φυσικό περιβάλλον, το χωριό, η μετανάστευση στην πόλη με τα εκατομμύρια αγνώστους, ανάγκασαν τους ανθρώπους να φτιάξουν τις δικές τους εστίες, τις δικές τους «κυψέλες» οι οποίες  λειτουργούν ως ανάχωμα στην απροσωπία και την αδιαφορία. Γειτονιές που ακούν τον καημό του γείτονα,  του συμπαραστέκονται, συμμετέχουν στη χαρά του ή απλώς του δανείζουν λίγη ζάχαρη, ένα πιάτο φακές σε μια δύσκολη ώρα.

Γειτονιές που στήνουν όμορφες βραδινές παρέες, σιγοτραγουδούν ρεφραινάκια παλιά, γείτονες  που μέσα σε κλίμα ευθυμίας «κολλάνε» παρατσούκλια στους περαστικούς. Γείτονες που δε ντρέπονται να εκφράσουν το θυμό τους, το παράπονό τους ή απλώς να τσακωθούν με τη σύντροφό τους για κάποιο γεγονός άνευ σημασίας καθώς νοιώθουν ότι δεν παρεξηγούνται, ότι βρίσκονται ανάμεσα σε «δικούς τους ανθρώπους».

Γειτονιές με τα σπίτια στριμωγμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο, με μια αυλή στη  μέση να συνδέει τις ζωές και τα όνειρα των ανθρώπων που ζουν εκεί. Γειτονιές με σπίτια- ζωγραφιές που αποτυπώνουν ένα έξοχο αστικό τοπίο, με τα μπαλκόνια με τις γλάστρες, την πλακόστρωτη αυλή, το τραπεζάκι στη μέση της, ένα δέντρο να σκιάζει για την απαραίτητη δροσιά και στα σπίτια παράθυρα μεγάλα, να μπαίνει το φως μέσα τους και καθώς τα ανοίγουν το πρωί να γίνονται ένα με την αυλή, δημιουργώντας την αίσθηση ότι όλοι ζουν σ’ ένα κοινό σπίτι και όλοι αποτελούν μια αλυσίδα ζωής με κοινό παρόν και μοίρα κοινή.

Οι γειτονιές αυτές, που άκμασαν μέχρι τη δεκαετία του ’60 τόσο στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, δεν υπάρχουν πια. Απομεινάρια τους μπορούμε να βρούμε περπατώντας στα κέντρα των πόλεων, όμως λείπουν οι άνθρωποι από κει. Μισογκρεμισμένα τοιχάκια, μπαλκόνια ξύλινα σαπισμένα να γέρνουν από τη μια πλευρά, πόρτες σπασμένες, δωμάτια άδεια και σκοτεινά. Σ’ αυτό το ερειπωμένο τοπίο, κάπου- κάπου έχει ξεμείνει λίγο χρώμα σε έναν ξεχαρβαλωμένο τοίχο, ένα ροζ, ένα ανοικτό πράσινο, σαν να κρατάει με τα δόντια αυτή την παράδοση και τις μνήμες του παρελθόντος, να μην εξαϋλωθούν.

Σπίτια σα στοιχειωμένα και τοπία τρομακτικά , παιχνίδι πλέον των μικρών παιδιών που μπαίνουν παρέες- παρέες να δουν το φάντασμα που κυκλοφορεί εντός. Σπίτια παρατημένα, αυλές σκαμμένες, ξεχασμένες από το Κράτος, επικίνδυνες για τον περαστικό που αν δεν προσέξει, ίσως του έρθει κάποιο υλικό στο κεφάλι. Παράδοση που προκαλεί πλέον μόνο οίκτο αν δεν προκαλεί θυμό στους πολίτες οι οποίοι αναρωτιούνται γιατί δεν παρεμβαίνει το Κράτος να τα γκρεμίσει «να τελειώνουμε»;

Να τα γκρεμίσουν. Δυστυχώς αυτό πρέπει να γίνει. Να τα γκρεμίσουν. Γιατί απλώς είμαστε ανίκανοι να τα εκτιμήσουμε και να τα ξαναστήσουμε και απλά ας σκεφτούμε. Είναι καλύτερο το σήμερα από το χτες που θέλουμε να εξαφανίσουμε για να μη μας κυνηγούν οι τύψεις;

Τις παλιές γειτονιές τις αντικατέστησαν τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, στο chat επιλέγουμε αυτούς που θέλουμε να ανταλλάξουμε μια κουβέντα. Όλοι ένα κουτάκι, όλοι τόσο ίδιοι, τόσο μικροί που δε φαίνονται καν. Όλοι τόσο βιαστικοί, τόσο λακωνικοί, τόσο απάνθρωποι.

Και τα μισογκρεμισμένα σπίτια, οι παλιές γειτονιές κρυμμένες στα στενά των πόλεων, φοβισμένες μην έρθει το οριστικό τους τέλος σαν κάτι να περιμένουν, έστω και την τελευταία στιγμή. Κάποιος να σηκώσει τα μάτια από το κινητό του, να τις δει και ξαναπερπατήσει εκεί δίνοντάς τους ξανά ζωή. Περιμένουν κι αυτές αυτό που περιμένει κι η ίδια η φύση. Την επιστροφή του «ανθρώπου»!

- Στείλε Σχόλιο
11 Ιουνίου 2020, 12:45
Spring wine


Ο τύπος κάπνιζε το τσιγάρο του απερίσπαστος. Είχε και το απολιθωμένο καφεδάκι του παραδίπλα ενώ χάζευε από το παράθυρο το ειδυλλιακό τοπίο της χαλυβουργικής. Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας του φαινόταν ένας ανήφορος, ποιος περιμένει αλήθεια με ανυπομονησία να φάει τουρσί με λαχανικά σε πλαστική συσκευασία που όταν τα τρως είναι σα τρως μπαλάκια του τένις ή  χταποδάκι που το τραβάς να το κόψεις να το φας και τεντώνεται σα τσιχλόφουσκα;

Σκεφτόταν πολλά κείνη την περίοδο αλλά ένας αέρας αδράνειας και μια παράξενη οσμή σπαρίλας κρατούσαν τα πράγματα όλα αποθηκευμένα στριμωχτά μέσα στο τσερβέλο του. Κι η ενέργεια του,  αυτή η τρέλλα που κουβαλούσε , είχε μουλαρώσει, κρυβόταν στο πίσω μέρος του εγκεφάλου κάνοντας πολύμηνες διακοπές και χασκογελώντας με την κατάντια του αφεντικού της.

Όμως το άξαφνο  γεγονός είναι σαν την εφορία. Σκάει εκεί που  δεν το περιμένεις, σε κάνει μια σβούρα, σε πετάει χάμω και σε μεταμορφώνει σε πατημένο χαλάκι μπάνιου. Έτσι κι ο τύπος ενώ βιώνει τα γεγονότα  με ρυθμούς παλιάς γιουγκοσλάβικης ταινίας, ξαφνικά παίρνει μεταγραφή στο χόλυγουντ.

Μια παλιά γνωριμία επανέρχεται στο προσκήνιο με δρασκελιές, κάτι σαν ξαφνικός άνεμος που σκάει ενώ είσαι στην παραλία χαλαρά και πλατσουρίζεις Ιούλιο μήνα, και σου σηκώνει την ομπρέλα και την κάνει σαν πυραυλοκίνητο f-16, σου τακτοποιεί την μπλούζα στον πέρα χωματόδρομο ενώ η μία σου παντόφλα γίνεται σημαία πάνω στο δέντρο.

-          Μου αρέσεις πάρα πολύ τύπε μου.

-          Και συ πάντα μου άρεσες τύπισσά μου.

-          Θέλω να πλατσουρίζουμε μαζί από δω και πέρα στις ήσυχες καλοκαιρινές νύχτες.

-          Αμ εγώ δε θέλω νομίζεις;

-          Θέλω να τρέχουμε στο δάσος σα χαρούμενα στρουμφάκια και να πηδάμε από θάμνο σε θάμνο.

-          Αμ εγώ δε θέλω νομίζεις;

-          Θέλω  να γίνω η γκόμενά σου, η μαμά σου, η νονά σου, η γιαγιά σου κι η θεια σου η Αμαλία.

-          Αμ εγώ δε θέλω νομίζεις; Μην τα πάρει μόνος ο θείος ο Θοδόσης, τη ζηλεύει τη θεια μου.

-          Καλά μαλάκας είσαι;

-          Είσαι φοβερή, έτσι λέει και η θεια μου το Θοδόση, και ελεεινό και τρισάθλιο, μπήκες αμέσως στο ρόλο!

-          …………

Ο έρως εξελίχτηκε με 200 χλμ την ώρα. Ξυπνούσαν και κοιμόντουσαν μαζί, ενώ όλη μέρα βρίσκονταν σε συνεχές μπίρι—μπίρι σαν τον Παναθηναϊκό με το Δήμο Αθηναίων. Μόνο γήπεδο δεν έχτισαν. Αλλά έχτισαν κάτι βαθύ εσωτερικό που δε μπορούσαν να το εντοπίσουν ακριβώς, αλλά κάθε μέρα όλο και γινόταν πιο βαθύ και πιο αληθινό, σαν το τρίτο μνημόνιο.

Ο τύπος πλέον την είχε δει λίγο αλλιώς. Άρχισε να συνέρχεται από το λήθαργο της τελευταίας περιόδου, άρχισε να γυρίζει το μάτι του και να  παίρνει στροφές. Η τρέλλα επανέρχεται στο προσκήνιο και διοργανώνει σαββατόβραδα αγάπης εικοσιπέντε ντεσιμπέλ, ενώ η καρδιά του βαράει για την τύπισσα σαν ντράμερ σε τελετή ανθρωποθυσίας των μάο-μάο.

Κι η τύπισσα όμως δεν πάει πίσω. Έχει ψαρώσει με το αχανές βλέμμα του τύπου,  τα τσιτάτα που πετούσε και μόνο ο ίδιος τα καταλάβαινε, την απειρία του σε ζητήματα μόδας καθώς ντυνόταν σαν τον χάρο που ήρθε να σε πάρει. Παράλληλα τον έτρεχε ποικιλοτρόπως σε σημείο ο τύπος ν ανοίγει υποθέσεις, ν ανανεώνεται και μέσα σε λίγο καιρό από ταινία τρόμου άρχισε να μεταμορφώνεται σε «καλημέρα Ελλάδα» με τον Γιώργο Παπαδάκη.

-          Θέλεις γενικό ρεκτιφιέ.

-          Για νεοκλασσικό στου Γκύζη με πέρασες;

-          Θέλεις αναδόμηση, έτσι δεν είσαι ούτε για το καφενείο του Φατσέα.

Η λέξη «αναδόμηση» έβγαζε κάτι πολύ πασοκικό, οπότε ο τύπος δεν ήταν δύσκολο να πέσει στη λούμπα. Ένοιωθε ότι νταραβεριζόταν με μια τύπισσα μεταξύ Σίλιας Κριθαριώτη και Βάσως Παπανδρέου, οπότε παίρνοντας ύφος και στυλ «Τσοβόλα δος τα όλα» άρχισε να αναδομείται.

Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν σα στιχομυθίες του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, γρήγορα μεν, αλλά η κάθε ατάκα βιδώνεται στο μυαλό σαν να στην καρφώνει γεωτρύπανο. Φυσικά υπήρχαν τα πάνω και τα κάτω αλλά πλέον η ψυχική τους διασύνδεση είχε καλωδιωθεί τόσο που έσπαγε τα μηχανάκια της AGB. Είχανε μπει και οι δυο σε μία άλλη σφαίρα κι η καθημερινότητα της πόλης έμοιαζε σαν βόλτα του Χίουι του Λίουι και του Ντιούι στα στενά στης Λιμνούπολης.

Αλλά και η τύπισσα άρχισε να επηρεάζεται από τον τύπο καθώς το συναισθηματικό έλλειμμα άρχισε να κάνει φτερά και στη θέση του να μπαίνει ένας πακτωλός σκέψεων και ονείρων που πρωταγωνιστής ήταν  ο τύπος με το ένα χέρι να κάνει μπουρμπουλήθρες με την πορτοκαλάδα και με το άλλο να κρατάει σα ρόπαλο ένα κρουασάν σοκολάτα ενώ η τύπισσα ξαπλωμένη στα πόδια του κοιμάται σα φώκια σε παγόβουνο στο βόρειο παγωμένο ωκεανό.

Η κοινή τους ζωή είχε μόλις αρχίσει όταν η τύπισσα του στέλνει πακέτο με τη Βίκυ Χατζηβασιλείου.

-          Δεν είσαι ο άντρας των ονείρων μου, ψιλοσέρνεσαι, ο προηγούμενος ήταν καλύτερος.

Ο τύπος μένει μαλάκας, με το κρουασάν σοκολάτα στο χέρι. Η τύπισσα δεν είχε άδικο, η περίοδος της αδράνειας δεν είχε διώξει τα σημάδια της πάνω του όσο κι αν προσπαθούσε εντέχνως να τα κρύψει. Ήθελε πολλή δουλειά ο τύπος και υπομονή και συνήθως αυτή είναι μία ακριβή διαδικασία. Απ’ το να τρέχεις στο ράφτη να σου βγάζει το θερμιδομετρητή για να χαράξει πάνω σου το κοστουμάκι, πας και χτυπάς ένα από τον Ζάρα και καθάρισες. Έτσι σκέφτηκε η τύπισσα και με τεχνοκρατικό πνεύμα, του στρώνει τον αεροδιάδρομο για απογείωση.

-          Θέλω να μείνουμε φίλοι.

-          Εμένα με ρώτησες;

-          Γιατί να σε ρωτήσω; Η ζωή τα καθορίζει αυτά.

-          Η ζωή είναι σαν τη γκρίνια του προϊστάμενου, καθένας έχει τον προσωπικό του εξάψαλμο, άλλα λέει στον έναν κι άλλα λέει στον άλλον.  

-          Είσαι εγωιστής, ελεεινός και τρισάθλιος που θες έτσι να με βγάλεις απ’ τη ζωή σου!

Ο τύπος άρχισε να τσιμπιέται για τη στιγμή που έφερε όσα δεν έφερε ο χρόνος. Και τον έστειλε στο  υπουργείο μεταφορών για απόσυρση και έπρεπε να απολογηθεί γιατί δε γουστάρει από το αυτοκίνητο που αποσύρει να πάρει παραμάσχαλα μια ρόδα με σκασμένο λάστιχο πανηγυρίζοντας για το μεροκάματο που έβγαλε έστω, μέσα απ’ αυτήν την τρελλή ιστορία.  

Η τύπισσα επέστρεψε στην έτοιμη καθημερινότητά της, ενώ ο τύπος γύρισε σελίδα έχοντας όμως στην πλάτη του προσθέσει τρία τέσσερα κοσμητικά επίθετα. Εγωιστής, ελεεινός και τρισάθλιος. Ίσως τελικά όλο αυτό να τελείωσε αφού επιτέλεσε το σκοπό του. Ναι, η τύπισσα έγινε αυτό που του δήλωσε, η θεια του η Αμαλία.

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
30 Μαΐου 2020, 14:50
Η κοκκινοψηφίτσα και ο κακός ο λύκος


Το περπάτημα ήταν αναζωογονητικό. Μυρίσαμε τη φύση, την πήραμε όλη μέσα μας, ενώ κι εκείνη μας ανέχτηκε  με τη σειρά της, να της κόβουμε τα κλαδιά, να της πατάμε τα μυρμήγκια, να της χαλάμε τη στρώση του χώματος με τα χοντροπάπουτσά μας. Καθίσαμε σ’ ένα ήσυχο καφενεδάκι με τη συζήτηση να κινείται στους τρελούς ανοιξιάτικους ρυθμούς του σύμπαντος.

-          Εγώ θα πάρω ένα καφεδάκι. Εσύ τι θα πάρεις;

-          Ένα ρόφημα σοκολάτας vegan.

-          Πού νομίζεις ότι ήρθες; Στο café de Paris; Τι θα πει σοκολάτα vegan;

-          Θα πει να μην έχει γάλα ζώου αλλά γάλα παραγόμενο από αμύγδαλα.

-          Τον κόβεις εσύ τον καφετζή με τη  μουστάκα να μαζεύει αμύγδαλα και να τα θηλάζει;

-          Είναι υποχρεωμένος! Πρέπει να υπάρχει σεβασμός στη διαφορετικότητα! Όχι στη δικτατορία των παλαιολιθικών απόψεων!

-          Σιγά μη σου φτιάξει οικολογικό μουσακά, πάρε παιδάκι μου κάτι κανονικό, που να πίνουν στα χωριά.

-          Ωραία, θα πάρω ΄να φυτικό ρόφημα με σόγια, καρύδα, ρύζι, κάνναβη, βρώμη και κάσιους.

-          Μάστορα! Μήπως παίζει κανένα αμυγδαλάκι να το στραγγίξω κι αν έχεις και καμιά σοκολάτα κουκουρού-κου για φέρτην από δω…

Αφού υποχώρησε τελικά σ’ έναν ελληνικό καφέ, η συζήτηση επεκτάθηκε για να μαζευτεί- όπως πάντα- γρήγορα-γρήγορα.

-          Ξέρεις Γιώργο, εγώ είμαι υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

-          Γιατί ποιος δεν είναι υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

-          Ο Τραμπ δεν είναι υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

-          Ναι, ο Τραμπ και κάποιοι άλλοι δισεκατομμυριούχοι. Όλοι οι άλλοι είναι υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

-          Ναι αλλά πρέπει να διαδηλώσουμε υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

-          Πού να διαδηλώσουμε παιδάκι μου;  Και εναντίον ποιού;

-          Του κατεστημένου.

-          Και πού μένει αυτό;

-          Είσαι αντιδραστικός. Εσύ είσαι αυτός που δε θέλει τα ανθρώπινα δικαιώματα.

-          Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν τα θέλουν οι βασιλείς, οι δισεκατομμυριούχοι, οι φάλαινες, οι αρκούδες, τα αγριογούρουνα, οι τίγρεις που τους έχουμε στενάξει. Εγώ γιατί να μην τα θέλω;

-           Γιατί δεν κάνεις τίποτα γι’ αυτά.

-          Εσύ τι έχεις κάνει;

-          Εγώ φωνάζω και διαμαρτύρομαι.

-          Καλά, μη φωνάζεις εδώ στη φύση, μη ξανοίγεσαι γιατί δε σε βλέπω καλά,  είπαμε, οι αρκούδες και τα αγριογούρουνα είναι εναντίον.

-          …

Μαζί με την αλλαγή φοράς του ανέμου, άλλαξε κι η τροπή της συζήτησης..

-          Κάτω το κεφάλαιο! Ζήτω ο λαός!

-          Και χωρίς κεφάλαιο πώς θα τη βγάλει ο λαός;

-          Να μοιραστούμε τα λεφτά όλοι και να ζούμε σε μια παγκόσμια ειρήνη.

-          Και πώς θα λειτουργήσει μια επιχείρηση αν έχουν μοιραστεί τα λεφτά της σ’ όλους γύρω;

-          Να ναι κρατικές οι επιχειρήσεις!

-          Άρα θα ανταγωνίζεται η μία κρατική επιχείρηση την άλλη, άρα θα υπάρχει ανταγωνισμός, άρα όποια επιχείρηση δεν πάει καλά θα κάνει πόλεμο στην άλλη γιατί θα κινδυνεύουν οι άνθρωποί της να μην επιβιώσουνε, πού είναι η παγκόσμια ειρήνη;

-          Να μην υπάρχουν ούτε κράτη!

-          Και πώς θα είναι κρατικές;

-          Να ζούμε όλοι για όλους, να μην υπάρχουν σύνορα, να δουλεύουμε ο καθένας για  την ομάδα μας με καταμερισμό εργασίας.

-          Τα ουγκ θα ρθουν πριν ή μετά το κυνήγι των ελαφιών; Είσαι σίγουρη ότι ο καφετζής έχει παλαιολιθικές απόψεις;

-          Ναι γιατί δε σέβεται τη διαφορετικότητα, είναι ρατσιστής!

-          Καλά εσύ θα ακολουθήσεις δυο δρόμους, ή σε δέκα χρόνια θα σε φάει κανένα λιοντάρι στη στέππα επειδή δε σεβάστηκε τα ανθρώπινα δικαιώματά σου, ή θα γίνεις εκπρόσωπος πολυεθνικής, πρόσεξε μόνο μην είναι του Τραμπ..

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
03 Μαΐου 2020, 21:15
Εσύ, εκείνη, ο Τσιόδρας και τα sms


Στέλνεις ένα sms στον Τσίοδρα, πατάς το 5, μετακίνηση για τελετή, γιατί όσο να ναι το πρώτο ραντεβού έχει έναν χαρακτήρα τελετουργικό, ντύνεσαι τζιτζιφιόγκος και βγαίνεις.

Και κει που ετοιμάζεσαι να κάνεις τη ξαφνική κίνηση ματ και να την γραπώσεις όπως γραπώνει ο αφρικανικός πύθωνας τον ασβό, ρίχνεις ένα γκουχ γκουχ!

-           Έχεις κορωνοιό!

-          Όχι βρε παιδί μου, στραβοκατάπια!

-          Τι στραβοκατάπιες; Αφού δεν έφαγες τίποτα.

-          Το σάλιο μου μωρέ!

-          Α είσαι και σαλιάρης!

-          Όλοι έχουμε σάλια!

-          Τίγκα στον κορωνοιό θα ναι τα δικά σου. Πήγες να με φιλήσεις κιόλας!

-          Πού τον είδες τον κορωνοιό μωρέ;

-          Αν τον έβλεπα θα ήμουν για δέσιμο!

-          Ενώ τώρα είσαι καλά ας πούμε…

-          Φύγε μακριά! Δε θέλω να γίνω ένα ακόμα κρούσμα!

-          Για κρούσμα μη φοβάσαι, για αγγελοκρούσμα όμως δεν τα πας άσχημα!

Απογοητευμένος απομακρύνεσαι, στέλνεις άλλο ένα μήνυμα στον Τσιόδρα μη σε πιάσουν οι κεραίες του να κόβεις βόλτες μόνος, πατάς 2, τάχα μου πας στο περίπτερο, κι ανάβεις ένα τσιγάρο εν τω μεταξύ.

-          Α τώρα δε μας θέλει ο κύριος και απομακρύνεται!

-          Εσύ δεν είπες ότι είμαι τίγκα στον κορωνοιό;

-          Κορωνοιό βλέπω, την αγάπη σου δε βλέπω.

-          Ωραία! Το σβήνω και πλησιάζω και μην πεις κουβέντα!

-          Να το βουλώσουμε κιόλας δηλαδή, που ήρθες να μας χουφτώσεις, να μας κολλήσεις κορωνοιό και μετά να μας μπαφιάσεις με τα τσιγάρα σου! Πόσες αρρώστιες μαζεμένες;;; Και λες ότι είσαι και ερωτευμένος! Μόνο πριόνι δεν έφερες να μου κόψεις τη γάγγραινα στο πόδι!

-          Εσύ θέλεις γιατρό!

-          Κι οι δικηγόροι καλοί είναι.. χεχε…

Δεν πείθεσαι, θέλει γιατρό η γυναίκα. Βουτάς το κινητό, έχεις σπάσει τα νεύρα του Τσιόδρα ο οποίος μόλις βγάζει προκήρυξη για βοηθό-ψυχολόγο του, πατάς και το 1, ιατρική βοήθεια στο μαλακομπουκωμένο για να καλυφθείς.

-          Εγώ δεν έχω ξαναδεί άντρα που να μην προσέχει την κοπέλα του..

-          Και προεδρική φρουρά να ήμουνα, έτσι όπως μ’ έχεις στα δυο μέτρα απόσταση, τι να κάνω..

-          Να μου πεις πόσο με καταλαβαίνεις και να προτείνεις ένα ωραίο ταξιδάκι με το αυτοκίνητο..

-          Με το αυτοκίνητο; Και δε φοβάσαι μην κολλήσεις κορωνοιό που λες ότι έχω;

-          Μα μόνος σου θα πας, σιγά μην μπλέξω, είδες που δε με καταλαβαίνεις;

Ανάβεις άλλο ένα τσιγάρο, σου χει στείλει πρώτα ο Τσιόδρας μήνυμα «κοιμόμαστε», του απαντάς  «χέστηκα» πατάς αρχικά 6, σωματική άσκηση, της ρίχνεις ένα κλωτσίδι, και μετά καπάκι 3, μετάβαση σε μετρό, αεροπλάνο, βαπόρι, θαλαμηγό και ο,τι να ναι, παίρνεις τον εγωισμό σου, τον κορωνοιό σου και σκέφτεσαι πόσο δίκιο τελικά είχαν οι ειδικοί…Μένουμε σπίτι! Και βάζουμε και μια ντουλάπα από πίσω!

8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
26 Απριλίου 2020, 23:39
Τα ετερώνυμα έλκονται


Ο Τάκης, εξαιρετικό παιδί και καλής οικογενείας, ποτέ δεν έκανε πράγματα μη αποδεκτά. Με το σεις και με το σας στις γυναίκες, στους καθηγητές του, αργότερα στους εργοδότες του, με το πουκαμισάκι του, την τσάκισή του και πάει λέγοντας. Ώσπου μια μέρα παίρνει ένα απρόσμενο μήνυμα:

-          Πού είσαι ρε όμορφε;

-          Ορίστε;

-          Πού είσαι ρε όμορφε; εσύ δεν είσαι εκείνο το δικηγοράκι που πηγαινοέρχεται στο πταισματοδικείο κάθε τρεις και λίγο;

-          Σας παρακαλώ, ναι έρχομαι στο πταισματοδικείο, αλλά δεν νοιώθω δικηγοράκι και μη με αποκαλείτε «ρε».

-          Α , είσαι της συνομοταξίας που βάζει συντακτικό, οκ κατάλαβα. Λοιπόν, εγώ είμαι μέσα στο περίπτερο που έρχεσαι κάθε πρωί και παίρνεις τις καραμέλες σου και ξέχασες κάτι χαρτιά χτες, είδα το όνομά σου, σε βρήκα και σου έστειλα.

-          Και τι θέλει μια που δουλεύει σε περίπτερο από μένα;

-          Το τυρογαριδάκι σου! Τι να θέλει ρε κούφιε, να σε γνωρίσει θέλει!

-          Και τι κοινό έχουμε εμείς οι δυο για να γνωριστούμε;

-          Κάνεις συλλογή από στρινγκ;

-          Μα σας παρακαλώ δηλαδή!

-          Μα αυτό σου λέω κι εγώ, τι κοινό να έχουμε; Μου γυάλισες κι είπα να χτυπήσω! Αλλά για πολύ εύθραυστο μού κάνεις αδερφάκι μου!

-          Εγώ; Εγώ να ξέρετε είμαι πολύ σκληρός. Απλά εξεπλάγην.

-          Εξεπλάγην; Υπάρχει τέτοια λέξη; Να, τέτοια μου λες και μ’ ανάβεις.

-          Ρε που μπλέξαμε…

Την επόμενη μέρα ο Τάκης χαιρετάει τη μητέρα του, παίρνει τας ευχάς  του πατρός και ξαμολιέται για το μεροκάματο. Φτάνει έξω από το πταισματοδικείο και κάνει χωρίς να σκεφτεί τη συνηθισμένη του κίνηση να πάρει τις καραμέλες του.

-          Θα διαλέξω αυτές!

-          Καλώς το παιδί του σωλήνα! Τι κάνεις αγορίνα μου;

Τότε ο Τάκης θυμήθηκε τα χτεσινά μηνύματα.

-          Σας παρακαλώ, δώστε μου τις καραμέλες να φύγω. Εμείς οι δύο δεν έχουμε τίποτα κοινό.

-          Απόψε το βράδυ μπορούμε να αποκτήσουμε αν θες να βγούμε για ένα ποτάκι.

Εκεί ο Τάκης κόλλησε. Σταμάτησε να μιλά κάποια δευτερόλεπτα. Η αλήθεια είναι ότι στα δευτερόλεπτα ήρθαν πολλές σκέψεις στο μυαλό του. Ποτέ δεν του είχε ξανατύχει μια γυναίκα να ομολογεί με τόση επιμονή «έστω και μ’ αυτό τον τρόπο» τον έρωτά του προς αυτόν. Και τώρα που την πρόσεχε, πράγματι, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα…

Ο Τάκης ξαφνικά άλλαξε πολιτική και αποφάσισε να δοκιμάσει αυτό το «νέο φρούτο» που μπήκε στη ζωή του έτσι παράξενα και επιβλητικά. Και η βόλτα και τα μάτσα-μούτσα πήγαιναν σύννεφο, αν και υπήρχε εμφανές πρόβλημα συνεννόησης.

-          Για ψιλοφλώρος είσαι τέλειος!

-          Θα συνεχίσεις να μου μιλάς έτσι;

-          Τέλειο σε είπα.

-          Και ψιλοφλώρο με είπες.

-          Ε δεν είσαι κι ο Έλβις Πρίσλευ. Αν σ’ ενοχλεί να τ’ αλλάξω.

-          Βεβαίως να το αλλάξεις!

-          Κοίτα δε ξέρω, νομίζω είμαι λίγο ανώμαλη.

-          Γιατί ;;;;

-          Γιατί μ΄  αρέσεις ρε παιδί μου αν και συνήθως μ’ αρέσουν οι ψιλοφλώροι.

-          …..

Μ’ αυτά και μ’ αυτά προχωρούσε ο χρόνος και η τύπισσα έμπαινε βαθιά στην καρδιά του Τάκη. Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν το επόμενο βήμα. Έπρεπε να την παρουσιάσει στους γονείς του. Αλλά ως γόνος μεγαλοαστικής οικογενείας, έπρεπε να ‘χει το κορίτσι και το ανάλογο υπόβαθρο. Έτσι άρχιζε να προσπαθεί να την πείσει να φύγει απ’ το περίπτερο και να δουλέψει κάπου πιο κυριλέ.

-          Τι ξέρεις να κάνεις στη ζωή σου;

-          Να πετάω γλάστρες. Πού το πας;

-          Πρέπει να βρεις μια άλλη δουλειά για να μπορώ να σε εμφανίσω στους δικούς μου.

-          Ε καλά δε θα ρθω στους γονείς σου με το περίπτερο, χωρίς αυτό θα ρθω, θα φαίνομαι.

-          Ξέρεις οι γονείς μου είναι λίγο παράξενοι άνθρωποι.

-          Το κλούβιο πάει από γενιά σε γενιά.

-          Δε θέλουν να είμαι με γυναίκα με τόσο ταπεινό επάγγελμα.

-          Και τι να γίνω; Δούκισσα των Κάτω Πετραλώνων; Θα μας τρελάνει το νεογνό.

-          Πρέπει να κάνεις δουλειά γραφείου.

-          Τώρα τι κάνω δηλαδή; Απλά δεν κάθομαι σε γραφείο, κάθομαι μέσα στο περίπτερο.

-          Να στο πω αλλιώς, Πρέπει να γράφεις κάτι.

-          Και στο περίπτερο γράφω, παίζω καμιά τρίλιζα με τη φίλη μου.

-          Να γράφεις σοβαρά πράγματα.

-          Λύνω και σταυρόλεξα.

-          Πιο σοβαρά.

-          Καλά, όταν θ ανακαλύψω το φάρμακο κατά της μαλακίας, θα τα γράψω μην το ξεχάσω και θα σε πάρω τηλέφωνο πρώτο-πρώτο.

-          …..

Ο Τάκης συμμάζεψε όσο μπορούσε τα πράγματα, της έμαθε και ειδικό λεξιλόγιο να μπορέσει να συγκινήσει τους γονείς του και πήγε να τους τη συστήσει. Εκπλησσόταν με την επιλογή του, να επιλέξει μια τόσο «λαϊκή» γυναίκα, αλλά η αλήθεια είναι ότι του άρεσε πάρα πολύ και την είχε ερωτευτεί.

Μπαίνει στο σπίτι, αρχίζουν οι συνήθειες χαιρετούρες, και αρχίζει μια πολύ εκλεπτυσμένη «ανάκριση» από τον πατέρα.

-          Και που δουλεύεις είπαμε;

-          Σε ένα περιπτ… Εεεεε σ’ ένα γραφείο ταξιδίων.

-          Α πολύ όμορφα, στέλνεις δηλαδή κάθε μέρα κόσμο σ’ άλλες χώρες.

-          Κι ακόμα παραπέρα. (τη σκουντάει ο Τάκης)

-          Και αυτόν τον καιρό ποια χώρα είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός;

-          Εεεεε… να μην είναι…εεεεε… η Συρία; (ο Τάκης να χτυπιέται δίπλα)

-          Αφού εκεί γίνεται πόλεμος!

-          Και γιατί εγώ την ακούω όλη την ώρα;

Πετάγεται ο Τάκης.

-          Δεν το εννοούσε έτσι.

Ξαναμιλάει ο πατέρας.

-          Κάτσε ρε Τάκη, εκείνη δουλεύει, εσύ ξέρεις καλύτερα; Εκείνη κλείνει τα εισιτήρια. Και ποιοι πάνε στη Συρία δηλαδή, οι Έλληνες;

Τα χει ψιλοπαίξει η τύπισσα.

-          Ναι οι Έλληνες πάνε. Ξέρεις, σου λέει, από το να πεθάνω σαν  ηλίθιος εκεί που κάθομαι, δε πάω να ρίξω και καμιά τουφεκιά να χει σασπένς το πράγμα;

-          Βλέπεις οι Έλληνες αγόρι μου; Πάντα πρώτοι στις μάχες του πολέμου, ποτέ δεν έπεσε το ηθικό μας, απ’ τα αρχαία χρόνια πολεμήσαμε για έναν καλύτερο κόσμο και ακόμη πολεμάμε! Γιατί όπως είπε και ο Τσώρτσιλ «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Εσύ τι λες κόρη μου.

-          Εγώ λέω ότι έχω υποσχεθεί ένα φάρμακο στο γιο σας, αλλά πιείτε και σεις καμιά γουλίτσα!

6 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
12 Απριλίου 2020, 14:51
Αυτός, αυτοί και τα μυστήρια (ο λοιμός στην αρχαία Αθήνα)


Η ιστορία να ξέρετε είναι όπως μια εγχείρηση σκωληκοειδήτιδας, όσα στομάχια και αν ανοίξεις, πάνω-κάτω τα ίδια θα βρεις μέσα. Έτσι κι η ιστορία, όσοι αιώνες και αν περάσουν, όσα επιτεύγματα και αν γίνουν, το ανθρώπινο μυαλό δεν αλλάζει. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι κάνουμε λιγότερες ερωτήσεις γιατί το έχουμε πιάσει το σενάριο.

Έχουμε ένα συν εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες σε σχέση με τους αρχαίους. Εμείς έχουμε αυτούς να καθαρίζουν για όλα. Όταν δηλαδή βγάζουμε το σύγχρονο εαυτό μας φίσκα στη γελοιότητα, έρχεται ένα ρητό του Σωκράτη, μια σύλληψη του Ευριπίδη και διασώζουν την κατάσταση. Αυτοί όμως ήταν σε πιο δύσκολη μοίρα, γιατί δεν είχαν πιο αρχαίους να καθαρίζουν γι’ αυτούς.

Έτσι έπρεπε να βρουν τρόπους να διασώζουν τη δική τους επιπολαιότητα καθώς μη φανταζόμαστε ότι ήταν μια κοινωνία γεμάτη με σούπερ- Γκούφυ, είχαν και αυτοί τις αδυναμίες τους.

Όταν ήρθε ο λοιμός στην Αθήνα, στα χρόνια του Πελοποννησιακού πόλεμου, οι Αθηναίοι τα είδαν κωλυόμενα. Ξεκίνησε από τον Πειραιά αυτή η μεταδιδόμενη νόσος, ευτυχώς δεν υπήρχε τότε Ολυμπιακός στην πόλη, γιατί με το μυαλό που κουβαλάνε σε κάθε πτώση ασθενούς αντί για φάρμακο θα ζητούσαν πέναλτι.    

Η νόσος κινήθηκε με γρήγορους ρυθμούς στην πόλη των Αθηνών  ενώ οι αγγελοκρουσμένοι της εποχής κατηγορούσαν τους Σπαρτιάτες για βιολογικό πόλεμο. Το θέμα είναι ότι οι Σπαρτιάτες βαριόντουσαν να πουν καλημέρα, ο βιολογικός πόλεμος τους μάρανε!

Άλλοι έτρεχαν σε μαντεία και σε ναούς να σωθούν. Όταν είδαν ότι ούτε αυτό δε δούλεψε, άρχισαν να κατεβάζουν καντήλια και αγίους, αποδεικνύοντας γι’ άλλη μια φορά οι αρχαιοι πόσο μπροστά ήτανε.

Κατά το Θουκυδίδη ο λοιμός ξεκίνησε από την Αιθιοπία, προωθήθηκε στην Αίγυπτο, πέρασε στην  περσική αυτοκρατορία κι από κει ήρθε στον Ελλαδικό χώρο. Στην Αθήνα, όπως αναφέρεται, επειδή εκεί δε έβαζαν κώλο κάτω κι όλοι πηγαινοέρχονταν, δεν έμεινε ούτε ξυπνητήρι όρθιο. Στην Πελοπόννησο την έβγαλαν καθαρή, καθώς δε χρειάζεται να τρέχεις στα καφενεία σώνει και καλά να παίξεις την ποκίτσα σου, το ρίχνεις στην καραντίνα και παίζεις κι απ’ το ίντερνετ.

Δε χρειάζεται να σε βρει ο λοιμός αυτός για να καταλάβεις πόσο επώδυνος είναι. Μόνο η περιγραφή του Θουκυδίδη αρκεί για να σε πιάσει λόξυγκας και να αρχίσεις να γράφεις διαθήκες. Ξεκινούσε λέει απ’ το κεφάλι σα να χες φάει κουτουλιά από Αεκτζή. Μετά κατέβαινε προς το φάρυγγα ενώ έβηχες σαν Ζάσταβα που του χε χαλάσει η εξάτμιση κι έφτυνες αίμα σα να βλέπεις τη σύνταξή σου μετά τον Κατρούγκαλο. Κατέβαινε στην καρδιά και ένοιωθες τα αιμοπετάλιά σου να κάνουν τραμπολίνο. Σου ριχνε και μία στο στομάχι να αρχίσει το τσιρλιπιπί ενώ το χρώμα σου είχε γίνει σα χρωματιστό ρούχο που το έβαλες για πλύσιμο με τα λευκά. Εσωτερικά είχες ανεβάσει θερμοκρασία ιπποπόταμου πριν παλέψει με το λιοντάρι ποιος θα φάει τον ξαπλωμένο βούβαλο. Ξαφνικά εκεί που όλα πήγαιναν ρολόι (του 1920) σου ερχόταν και ο τελικός τουβρουτζάς και γινόσουν ασπρόμαυρη ανάμνηση. Σ’ άλλους επεκτεινόταν και στα άκρα και δε μπορούσαν να μουτζώσουν την τύχη τους ενώ υπήρχαν και τα τζόβενα της εποχής που το ξεπεράσανε.  

Άλλοι, λέει ο Θουκυδίδης, που ήταν καλά,  επισκεπτόντουσαν αυτούς που είχαν γίνει απ’ το λοιμό σα χαλάκι του μπάνιου και κολλούσαν κι αυτοί. Ενώ οι γιατροί που πάλευαν να σώσουν τους ασθενείς, κολλούσαν επίσης και κατέληγαν κι αυτοί να μοιάζουν σαν αφίσα της Φιλιώς Πυργάκη.  

Ένα τραγούδι παλιό που τραγουδούσαν οι Αθηναίοι της εποχής ήταν το εξής κατά τον Θουκυδίδη ««Θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ᾽ αυτόν.» Φυσικά η ορθογραφία έπαιζε μεταξύ λιμού και λοιμού ανάλογα την περίσταση. Ενώ οι πιο πλούσιοι Αθηναίοι βλέποντας το τέλος να έρχεται το είχαν ρίξει στα αεροπλανικά. Κανείς δεν πέθανε από έρωτα ούτως ή άλλως, μόνο ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, κι αυτοί τελικά όπως μας διηγείται ο Σαίξπηρ, τελικά δεν πέθαναν από έρωτα αλλά από μαλακία συνενόηση. Ευτυχώς όμως ήρθε η Βουγιουκλάκη στους «Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες» κι αποκατέστησε την ιστορική μνήμη του μεσαιωνικού ζευγαριού γιατί ένα άγχος το είχαμε.

Συνομωσιολογίες, επισκέψεις σε σπίτια και πολύ σεξ. Αυτός ήταν ο λοιμός για τους αρχαίους Αθηναίους. Συγκρίνοντάς το με τώρα, μήτε σ’ αυτά τους μοιάσαμε, για τόσο άχρηστοι. Φυσικά δε ξεχνάμε και τον λοιμό που έπεσε στο ελληνικό στρατόπεδο επί εποχής Τροίας, αλλά και το λοιμό επί Καποδίστρια. Θα τα αναλύσουμε κι αυτά με περισσή αντικειμενικότητα και επιστημονικό λόγο αναντάμ παπαντάμ.

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
11 Απριλίου 2020, 20:57
Καθείς εφ' ω ετάχθη


Ο Στράτος ήταν καλό παιδί και από σπίτι αν και κομμάτι παρεξηγημένος. Τελείωσε το σχολείο με «άριστα» ενώ οι καθηγητές του ομολογούσαν ότι η βαθμολογία αυτή ήταν μονόδρομος. «Το θέλουμε το σπιτάκι μας» σιγοψιθύριζαν όταν τον σήκωναν με την ασπίδα του αριστείου σαν τον Μαζεστίξ. Φυσικά το «άριστα» αυτό είχε κοντά ποδάρια, γιατί οι έπαινοι είναι σαν τα διακοποδάνεια, αν δεν υπάρχει κεφαλαιάκι από πίσω σε παίρνει ο κατήφορος και μοιάζεις σαν παρατράγουδο της Αννίτας Πάνια.

Όμως ο Στράτος κατάφερε και επεβίωσε στηριζόμενος στην μοναδική τέχνη που ήξερε τόσο καλά, στο μάρκετινγκ. «Στέλλα κρατάω μαχαίρι» ήταν το μότο του, το οποίο τον βοήθησε να αναρριχηθεί στα υψηλότερα κλιμάκια της κοινωνικής υποστάθμης, από κρυμμένο πάγκο στη λαϊκή μεταπήδησε στο σερβιτοριλίκι μαγαζιών της παραλιακής, έπειτα άρχισε να χτυπιέται στα γυμναστήρια, φούσκωσε τα μπράτσα του κάνοντας τα σα μοσχαροκεφαλές, σβούρηξε και δύο τατουάζ με κάτι σταυρούς και μοναστήρια και έπιασε πόρτα σε μπουζουκτσίδικο πέντε αστέρων, να μπάζει και βγάζει κόσμο ανάλογα με τη φορολογική τους δήλωση.

Η μοίρα όμως είναι σαν υποψήφιος δήμαρχος σε εκλογές, πάντα θα σε πετύχει εκεί που δεν τον περιμένεις και θα σε πρήξει λέγοντας σου ότι έχεις προβλήματα που δεν τα ήξερες και θα ρθει να στα λύσει. Γιατί η μοίρα έχει αυτόν τον προορισμό, να σε κάνει να αισθάνεσαι χαζός, να αρχίζεις να αναρωτιέσαι, να τα κάνεις μπουρδέλο στη ζωή σου επειδή σου ξύπνησε μέσα σου ένστικτα, για να ρθει η ίδια στο τέλος να σου πει «καλά, μαλάκας είσαι;»

Έτσι και ο Στράτος, παίζοντας τον τροχονόμο στη μπουζουκλερί των καημών και των οδυρμών, έρχεται μπροστά του η εικόνα από το παρελθόν! Ο φίλος του ο Μιχάλης από το σχολείο.

-         Εδώ δουλεύεις ρε Στράτο; Εσύ που οι καθηγητές μόλις σε έβλεπαν τρέχανε να κρυφτούνε από το θάμπος που προκαλούσαν οι γνώσεις σου;

-         Εεεε… ξέρεις…το χόμπι μου κάνω, μη με βλέπεις έτσι σαν αρκούδο, μέσα μου είμαι τίγκα στην ευαισθησία!

-         Εσύ που όταν γράφαμε μαθηματικά πήρες το μοιρογνωμόνιο και μέτρησες το σαγόνι του μαθηματικού πριν και μετά και εκείνος εκστασιασμένος σού έβαλε 20 χαραμίζεσαι στα μπουζούκια;

Ο Στράτος ένοιωσε τη γη να ανοίγει και να τον καταπίνει σαν αντιβίωση. Όχι, όχι, ο προορισμός του δεν ήταν αυτός! Πού είναι το αγόρι εκείνο που μόλις εμφανιζόταν στις σχολικές αίθουσες οι καθηγητές έκαναν τον σταυρό τους; Πού όταν έρχονταν οι δικοί του να ρωτήσουν για την επίδοσή του, οι καθηγητές έσταζαν μέλι στην κριτική τους γι’ αυτόν…

-         Το παιδί σας είναι παράδειγμα προς μίμηση κύριε Φουσκομούρη.

-         Είναι τόσο γερός μαθητής δηλαδή;

-         Το συζητάτε; Προχτές σήκωσε με το ένα χέρι τον καθηγητή της γεωγραφίας και τον έκανε σβούρες για να χαρτογραφήσει καλύτερα την περιοχή!

Όλα αυτά ήταν δύσκολο να ξεχαστούν. Η συνάντηση με τον Μιχάλη ήταν μια σφαλιάρα στη ζοφερή και μονότονη πραγματικότητά του. Και ήταν η πρώτη σφαλιάρα που έτρωγε στη ζωή του κι αυτή ήταν από έναν τσιλιμπίθρα τόσο δα! Ο εγωισμός του βάρεσε κόκκινο, η θλίψη έτρεχε με εκατό χιλιόμετρα την ώρα και η ανυπομονησία του να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος απλώθηκε μέσα του σαν αντίσκηνο. «Θα γίνω τζιτζιφιόγκος!» μονολόγησε και από το επόμενο πρωί έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του.

Ο Μιχάλης ο τσιλιμπίθρας ανέλαβε να τον καθοδηγήσει στο δύσκολο έργο της αξιοποίησης του σχολικού του αριστείου.

-         Θα πας να γραφτείς στο ανοιχτό πανεπιστήμιο.

-         Και τι θα κάνω κει μέσα;

-         Ευρωπαϊκή ιστορία, να μάθεις για τους προγόνους μας.

-         Μα έχουν πεθάνει, τι με νοιάζει ;

-         Μπορεί να πέθαναν αλλά  με όσα έκαναν έμειναν στην αιωνιότητα!

-         Τι λέει ο χαζος, ποια αιωνιότητα, αφού πέθαναν είπαμε.

-         Όμως αφήσαν από πίσω τους έργο!

-         Κι ο παππούς μου όταν πέθανε άφησε πίσω του μια βέσπα αλλά δεν το κάναμε και θέμα!

Αλλά το χτίσιμο της προσωπικότητας δεν έμεινε εκεί , αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες ενασχολήσεις.

-         Θα πας να μάθεις σαξόφωνο.

-         Αυτό που φυσάς και κάνει σα ξυπνητήρι;

-         Θα παίζεις τζαζ μ’ αυτό.

-         Θα με τζάσουν όλοι μ’ αυτό.

-         Έτσι αποκτάς πολιτισμό.

-         Έτσι αποκτάς πονοκέφαλο.

-         Και με τα σκυλάδικα δεν αποκτάς πονοκέφαλο;

-         Τότε γιατί να χτυπηθώ να μάθω κάτι για να πετύχω κάτι που ήδη έχω;

Βέβαια, χωρίς και το υψηλότερο κομμάτι της τέχνης, την ποίηση, δεν μπορεί κάποιος να αυτοαποκαλείται μορφωμένος ούτε να διεκδικήσει μία θέση στο διανοουμενιστικό γίγνεσθαι.

-         «Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται» Καρυωτάκης.

-         Κυνηγός;

-         Ποιητής βρε! Άκου το άλλο: «Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη»

-         Στριπτιζού η Ελενίτσα;

-         «Έβραζε το κύμα του γαρμπή» λέει ο Καββαδίας!

-         Τον Καββαδία δεν τον ξέρω, αλλά για την Καιτούλα τη Γαρμπή κόβω φλέβα!

-         Κι εγώ λέω να την κόψω, τώρα επί τόπου!

-         Έλα σταμάτα, δε λέει έτσι το τραγούδι, μη βάζεις δικά σου..

Ο Στράτος πήρε το δρόμο της προκοπής σιγά-σιγά. Ο Μιχάλης προσπαθούσε να τον βουτήξει σε μια νέα νοοτροπία χωρίς προστασίες,  ξενύχτια και άσωτη ζωή. Ο Στράτος άφησε μαλλί, έκανε χωριστρούλα, ξεφούσκωσε λίγο ενώ άρχισαν να τον ζώνουν φιλοσοφικά ερωτήματα πιο σύνθετα πλέον.

-         Να ζει κανείς ή να μη ζει, λέει ο Σαίξπηρ. Τι λες και συ Μιχάλη;

-         Αιώνιο δίλημμα.

-         Και;

-         Αυτή είναι η απάντηση, αιώνιο δίλημμα!

-         Κι αν σου δώσουν 10.000 ευρώ να φας κάποιον, ακόμα δίλημμα είναι;

-         Η ανθρώπινη ζωή Στράτο δεν κοστίζει χρήματα, είναι κάτι ανώτερο, πότε θα το καταλάβεις; Ξέφυγε πια από τον υπόκοσμο που ζούσες!

-         Εγώ να ξεφύγω, αλλά έχω μείνει ρέστος. Ξέρεις κανένα δίλημμα με κανένα κλεμμένο μηχανάκι μπας και βγάλω κανένα χιλιάρικο;

Η μόρφωση και η διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής απαιτούν θυσίες.  Πέντε χιλιάδες ευρώ οι σπουδές, άλλα πολλά χιλιάρικα τα φροντιστήρια, οι μουσικές, οι παραστάσεις, τα βιβλία. Ο Στράτος νοιώθει εξαντλημένος ενώ ο Μιχάλης περήφανος για το έργο του.

-         Και τώρα ρε Μιχάλη τι έγινε δηλαδή;

-         Τι θες να γίνει;

-         Έμαθα τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση, κλωνοποίηση, φυματίωση, αλλοτρίωση, πώς βγάζουνε λεφτά μ’ αυτά;

-         Μα εγώ δε σου τα έδειξα για να βγάλεις λεφτά. Δουλειά έχεις.

-         Ποια δουλειά ρε Μιχάλη που έχω έξι μήνες να πατήσω; Εσύ δε μου είπες να εκμεταλλευτώ το αριστείο μου;

-         Ναι και τώρα κατάλαβες ότι το αριστείο σου δεν το πήρες λόγω της αξίας σου αλλά επειδή έκλαναν μέντες οι καθηγητές με το που σ’ έβλεπαν. Το εκμεταλλεύτηκες μια χαρά , πληρωμένος δολοφόνος, πορτιέρης, τι άλλο θες απ’ τη ζωή σου; Το μεροκάματο που έβγαζες θα το ζήλευαν πολλοί! Αλλά έπρεπε να μάθεις όλα αυτά τα πράγματα για να καταλάβεις τι είχες!

Ο Στράτος ήταν έτοιμος να τον ασβεστώσει σε μια γωνιά του τοίχου να παριστάνει την Καρυάτιδα. Αλλά η παιδεία  που μόλις είχε κατακτήσει μπήκε μπροστά και τη γλίτωσε ο έρμος ο Μιχαλάκης. Ο Μιχαλάκης που ήρθε να παίξει το ρόλο της μοίρας, αυτής της «θού Κύριε φυλακήν τω στοματί μου»!

Άνεργος, ψιλοτραμπούκος πλέον, όχι πολύ, ψιλομορφωμένος πλέον, όχι πολύ, κατάλαβε ότι από δω και στο εξής πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο της μοίρας. Αυτής που μοιάζει σαν τον τροχό της τύχης. Όσα και να βγάλεις, πάντα κάπου παραμονεύει η χρεωκοπία και σου χαμογελά..

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
12 Ιουνίου 2019, 09:57
Εκλογικές σκέψεις: Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;


Άποψή μου ταπεινή είναι ότι τα κακώς κείμενα περνούν δίπλα μας σφυρίζοντας. Και δε φτάνει αυτό, το παίζουν και «καλώς κείμενα» και μας έχουν ταράξει στη χρηστομάθεια.

Ο Σύριζα και ο Τσίπρας από τότε που έφαγαν στ’ αυτιά (στις ευρωεκλογές του Μαΐου) –για κακή μας τύχη- άλλαξαν τακτική. Έχουν αρχίζει να πιπιλούν το παραμύθι της κινδυνολογίας. Αν βγει η ΝΔ θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει!

Εντάξει ρε φίλε, ο Μητσοτάκης βγαίνει, δε βγάζουμε πρωθυπουργό τον Αραφάτ ούτε βγάζουμε κυβέρνηση την κυβέρνηση του βουνού! Περισσότερο προς τσάι του βουνού μού κάνει η ιστορία.

Ο Τσίπρας κινδυνολογεί. Λέει ότι ο Μητσοτάκης αν βγει θα φέρει την εφταήμερη εργασία. Ήθελα να ήξερα πού ζουν οι Συριζαίοι, πραγματικά. Τώρα τι γίνεται; Αν εξαιρέσει κανείς τις θέσεις του δημοσίου το εφταήμερο εξαπλώνεται και ο Τσίπρας όχι απλά το κοιτάει ατάραχος αλλά σε πολλές περιπτώσεις το απολαμβάνει κιόλας. Ίσως φοβάται μην εξαπλωθεί το εφταήμερο και στο μέγαρο Μαξίμου. Πολύ μαυρούλη απ’ τα μπάνια τον είδα στις ομιλίες.

Ακολουθεί ίσως το δόγμα Καραμανλή με γέμιση Θωμά Μητρόπουλου. Προστατεύω την εργασία (μου) Όλοι οι άλλοι να πα να γα…λουχηθείτε!

Θα φτιάξει λέει 500.000 θέσεις εργασίας, θα κόψει τους φόρους απ’ τη μεσαία τάξη, θα γεμίσει το σύμπαν παιδικούς σταθμούς, σε κάθε πέτρα που θα σηκώνεις θα βρίσκεις από κάτω τέσσερις δημοσίους υπαλλήλους, θα βάλει ντιλίβερυ στα φάρμακα να στα φέρνουν σπίτι, θα υπάρχει τσάμπα είσοδος στα λούνα παρκ,  ενώ  θα υπάρχει επιδομα μπάτλερ σε κάθε σπίτι των λαϊκών στρωμάτων.

Όσο αφορά τους…«ολιγάρχες», δηλαδή όσοι κατά την κυβέρνηση παίρνουν πάνω από...1200 ευρώ το μήνα (!!!) αυτοί θα πρέπει να ξαναβάλουν πλάτη για να μην έχουμε τα ολέθρια αποτελέσματα των προηγούμενων ετών, τα λαικά στρώματα να γυρίζουν σπίτι τους και να μην έχουν έναν μπάτλερ της προκοπής να τους βάλει ένα κουμ κουάτ μετά τη δουλειά!

Φυσικά τα λαϊκά στρώματα, με την κανονική σημασία του όρου, που δυστυχώς για τον Τσίπρα εντάσσουν μέσα τους και τη μεσαία τάξη (ακόμα δεν το έχουν καταλάβει οι Συριζαίοι) τούς γυρίζουν την πλάτη γιατί απλώς κατάλαβαν  πόσο ρεμάλια είναι. Γιατί τα λαϊκά στρώματα αγαπητέ Τσιπράκο δε θέλουν επίδομα 400 ευρώ και μια τσουγκράνα για τα περαιτέρω, δουλειά θέλουν μόνιμη και αξιοπρεπώς πληρωμένη κι είσαι ανίκανος να τους τη δώσεις.

Και τώρα θα τεθεί το ερώτημα ¨O Μητσοτάκης το ΄χει;  Απάντηση:  Μπαααα, χλιμίτζουρας.

Εντάξει η καταστροφή του Τσίπρα αποκλείεται να είναι, αλλά όλοι ξέρουμε ότι θα κινδυνεύσει κόσμος επί ΝΔ. Η διαφορά με τον Σύριζα είναι ότι επί Σύριζα κινδυνεύει όλος ο κόσμος με την ανεξέλεγκτη και χωρίς στοχεύσεις πολιτική. Επί Μητσοτάκη θα στριμωχτεί η μικρομεσαία επιχείρηση από άλλη άποψη, θα πετάξει ο λεβέντης τα νεοφιλελεύθερά του, θα βάλει τις προϋποθέσεις λειτουργίας στο θεό και όποιος αντέξει στη λαίλαπα αυτή ας  φτιάξει ένα εκκλησάκι σε μια γωνιά του σπιτιού του, σαν τα παλιά χωριάτικα, να ανάβει κερί στον Άη Νικόλα. Άσε που θα φέρει ένα καράβι περίεργους με κάτι σβέρκους σαν την πλατεία Συντάγματος  για διορισμό.

Φυσικά όλα αυτά μένει να τα δούμε. Κανείς δεν πρέπει να κατηγορείται για μελλοντικές αποφάσεις.

Αλλά ένα είναι σίγουρο αδέρφια. Θα προχωρήσει απρόσκοπτα στα σχέδιά του. Γιατί η μείζων αντιπολίτευση θα είναι για να την πετάξεις στο τζάκι. Γιατί ο Σύριζα δεν είναι τίποτ΄άλλο από ένα τσούρμο νοσταλγών ενός συστήματος που έχει πεθάνει εδώ και δεκαετίες. Ενώ ο κόσμος προχωρά με μεγάλες ταχύτητες, αυτοί μάς επιστρέφουν στο 1960-70 με τις πολιτικές τους στην παιδεία, στην οικονομία και άλλού.

Μια είναι η απάντηση στην επέλαση Μητσοτάκη. Να καταφέρει το ΚΙΝΑΛ-Πα.Σο.Κ. διψήφιο ποσοστό ατις εκλογές. Να καταστραφεί ο Σύριζα, έτσι ώστε η αντιδεξιά φωνή να αποκτήσει σύγχρονο πρόσωπο. Ο κόσμος να μη φοβάται να την προσεγγίσει, να τη ψηφίσει αυτή την αντιδεξιά πρόταση η οποία θα αποτελεί εγγύηση τόσο για τους μικρομεσαίους, όσο και για την ίδια τη χώρα που θα αποκτήσει και στόχους ουσιαστικούς και ταυτόχρονα θα αποτελεί μια φωνή εγγύησης και ασφάλειας για όλους.

Όχι όπως τώρα που ο Τσίπρας συναντιέται με τον Ερντογάν και να μετράμε τα νησιά πριν και μετά τη συνάντηση αν έχει μείνει ο ίδιος αριθμός!

Ουφ! Τα 'πα. 

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
mprizas
Γιώργος
Πετάω πέτρες
από ΝΕΟ ΦΑΛΗΡΟ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/mprizas

Ζω ένα δράμα...



Tags

50 χρόνια μπροστά... Grande Bretagne Haute-culture... see through συντακτικό τζιβάνες ααα... αλλαξοκωλιές Βζζζζουμ Γκόρτσος! Γκόρτσος! Δρακουμέλ Ελλάδα- Αχ πατρίδα μου γλυκειά! Επίκαιρα: Ούτε που τα θυμάμαι Ευτυχισμένοι μαζί Ήταν ωραία στη Μοζαμβίκη... θου κύριε καλλιγραφία αδερφή γιαπί κάργες Καρχαρίες Κοκό κουλτούρα μας να φύγουμε Λίγο καλύτεροι από μένα... λοίμωξη Μάγια η μέλισσα καραμπουζουκλής τσόντα Μελέτη σκιάχτρο Συγγρού Μόγλης μπατανόβουρτσες μπουρμπουλήθρες Μπουτάκια Ντάμπο το ελεφαντάκι ξενΕΡΩΤΩΝ διάλογοι... Οι ηττημένοι της ιστορίας... Όταν ήμουνα παθιάρης... πηγάδι μεγιεμελέ juventus πολυμίξερ αστροφεγγιές captain-Iglo προφήτης Ηλίας φάλαινα Τσε σαμιαμίδι φουλ της ντάμας αστερίας Τις πταίει Ψώνια στο καμπαναριό



Επίσημοι αναγνώστες (48)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links